Είναι δύσκολο να εξετάζει κανείς ένα φαινόμενο, ειδικά τέτοιας σημασίας όπως η απήχηση της Χρυσής Αυγής, όταν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Γιατί, πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος όποια ανάλυση να εξωκείλει προς τη δημοσιογραφική παράθεση γνώμης και, δεύτερον, το αποτέλεσμα που θα βγει να ακούγεται περίπου σαν «εγώ σας τα ’λεγα»• κινδυνεύουμε δηλαδή να ξαναγράψουμε την πορεία που ακολούθησε το φαινόμενο μέχρι την εξέλιξή του σαν να γνωρίζαμε από πριν την εξέλιξη αυτή.
Καταρχάς, η Χρυσή Αυγή δεν είναι ένα όψιμο φρούτο που προέκυψε λόγω κρίσης – είναι ωριμότατο. Μάλιστα, θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι η εκκόλαψη του αυγού του φιδιού συνέβη την κατάλληλη στιγμή, αφού υπήρχαν εδώ και χρόνια όλες οι απαραίτητες συνθήκες. Για το σκοπό αυτό θα εξετάσουμε τρεις παράγοντες: την κοινωνική και οικονομική κατάσταση από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα μέχρι τη σημερινή κρίση, την εξέλιξη της κυρίαρχης ιδεολογίας στο ίδιο διάστημα και τη (νεο)ναζιστική αντι-ηγεμονία ως ιδεολογία μαζών και κοινωνική πρακτική της Χρυσής Αυγής.
Από το ’90 και μετά
Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, που ήρθε σημαδιακά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, βρήκε την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερη καμπή. Η ελληνική αστική τάξη, χρόνια στενά δεμένη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα δει στη συνθήκη του Μάαστριχτ και σε όσες την ακολούθησαν την ευκαιρία να συνάψει μια ολοκληρωτική, νέα «εθνική στρατηγική». Την περίφημη ευρωπαϊκή σύγκλιση, τη νέα Μεγάλη Ιδέα, την «ισχυρή Ελλάδα». Μακριά από τον κρατικό παρεμβατισμό και τον λαϊκισμό της προηγούμενης περιόδου, με το ΠΑΣΟΚ η σημαία της κάθαρσης βρίσκει την ελληνική κοινωνία έτοιμη να αλλάξει σελίδα. Τότε συμβαίνει η έκρηξη της μεσαίας τάξης, η οποία πλέον δεν βολεύεται με μικροδουλειές που τσεπώνει από το κράτος, αλλά ταυτόχρονα παντελονιάζει αφειδώς χρήμα από έναν υποτιθέμενα αστείρευτο ευρωπαϊκό κορβανά.
Τα «πακέτα Ντελόρ» γίνονται «Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης» και η ΕΕ ανοίγει τη μεγάλη της αγκαλιά για να εκσυγχρονίσει την «καθυστερημένη» ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά δεν συμβαίνουν χωρίς τίμημα. Τα σύνορα ανοίγουν για το κεφάλαιο και για φτηνά εργατικά χέρια. Η παραγωγή σε όλα τα επίπεδα χρόνο με τον χρόνο αποσυγκροτείται και στη θέση της μπαίνει η παροχή υπηρεσιών και η «βαριά βιομηχανία του τουρισμού». Ο μικροαστός δεν είναι πλέον μόνο αυτός που έχει μαγαζί, βιοτεχνία ή εισπράττει εισοδήματα.
Είναι (κυρίως) αυτός που παίζει στο Χρηματιστήριο, που έχει άγνωστη μικρή off-shore ή συμβουλευτική εταιρεία ή που τελικά κάνει μια δουλειά με αγγλικό τίτλο και παραπάνω από τρεις λέξεις στη σειρά, οι οποίες συνήθως υποδηλώνουν άλλη από την πραγματική του απασχόληση. Το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου το 1999 αποτελεί απλώς ένα μαύρο σύννεφο στον καταγάλανο ουρανό της «ισχυρής Ελλάδας», αντί για προειδοποίηση. Σύντομα θα ξεχαστεί από την έλευση του μαγικού «κοινού νομίσματος», του ευρώ.
«Στην Ελλάς του 2000» τα τζιπ και τα προϊόντα νέας τεχνολογίας έρχονται αφειδώς για να τροφοδοτήσουν το νέο κοινωνικό στάτους του νεόπλουτου-νεοεπιχειρηματία-νεολαμόγιου, που αποτελεί πλέον τη μεσαία τάξη. Η ΕΕ και το ευρώ αποτελούν το «όπιο του μικροαστού». Όσο υπάρχουν επιδοτήσεις και τρόποι να τα πιάνουμε, όλα πάνε καλά. Οι μετανάστες βέβαια σωρεύονται αλλά, δε βαριέσαι, νικάει η δημοκρατία ενάντια στην Αλ Κάϊντα. Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη βρήκε ό,τι έψαχνε: η κυρα-Μαρίτσα, που είχε άχτι τη Μαριάννα Λάτση, έχει τη δική της «Φιλιππινέζα» για τις δουλειές, ο Μπάμπης τσιμπάει Πόρσε με δάνειο και 1453 μηνιαίες δόσεις, πηδάει δίμετρες Ρωσίδες και Ουκρανές σε τιμή-ευκαιρίας, και ο μπαρμπα-Γιώργης ο μεγαλογαιοκτήμονας μπορεί να αράζει στο καφενείο για πρέφα και ουζάκι. Οι Αλβανοί να οργώνουν τα χωράφια και να φροντίζουν τα ζώα και η επιδότηση να γίνεται μπουζούκια και πουτάνες. Όλα πάνε πρίμα και οι Ολυμπιακοί και το EURO 2004 δείχνουν ότι δεν μας σκιάζει φοβέρα καμιά.
Με το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, τα νέα και παλιά μικροαστικά στρώματα συμπιέζονται προς τα κάτω με φρενήρεις ρυθμούς. Ολόκληρες γειτονιές μέσα σε δύο χρόνια χάνουν τεράστιο κομμάτι της αξίας τους, γιατί μετατρέπονται σε γκέτο. Η «αριστοκρατική» Κυψέλη γίνεται ένα πολύβουο μελίσσι κόσμου και η κυρα-Μαρίτσα έχει πλέον απολύσει τη «Φιλιππινέζα» γιατί δεν βγαίνει και δεν ξεχωρίζει από την Αλβανίδα που έκανε μαγαζί και μεγαλοπιάστηκε!
Η δημοσιονομική προσαρμογή και το Μνημόνιο ενέτειναν την κοινωνική καταστροφή, αφού η επιχείρηση μείωσης των εξόδων του κράτους και η αστραπιαία επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις με τέτοιους ρυθμούς διέλυσε την κοινωνική συνοχή σε χρόνο μηδέν. Ως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ανεργία καλπάζει, η κρίση βαθαίνει και στο βάθος του τούνελ δεν φαίνονται ούτε ψωμί ούτε θεάματα από τους κυρίαρχους, όπως μας είχαν συνηθίσει μέχρι τώρα.
Διυλίζοντας την κυρίαρχη ιδεολογία
Η κοινωνική και οικονομική εξέλιξη των προηγούμενων δεκαετιών δεν θα μπορούσε να σταθεί, αν δεν υπήρχε εκείνο το τσιμέντο να τη στηρίξει, η νέα κυρίαρχη ιδεολογία. Υπάρχουν χιλιάδες παραδείγματα, αλλά εκείνη που συμπυκνώνει καλύτερα από όλους την κυρίαρχη ιδεολογία είναι η περίπτωση του Πέτρου Κωστόπουλου, με την άνοδο και την πτώση της εκδοτικής αυτοκρατορίας του. Η κυρίαρχη ιδεολογία της ισχυρής Ελλάδας, λοιπόν, έχει συγκροτηθεί με συγκεκριμένους πυλώνες:
Καταρχάς, η απέχθεια στην όποια συλλογικότητα. Η μόνη ομάδα στην οποία μπορούμε να είμαστε πιστοί είναι η ποδοσφαιρική, οι άλλες θέλουν να μας βάλουν σε καλούπια, να γίνουμε πρόβατα. Έτσι λοιπόν, η Αριστερά ταυτίζεται με το δογματισμό και την ήττα. Το νέο μοντέλο θέλει η ενεργητική ενασχόληση με τα κοινά να είναι ξεπερασμένη, ο ενεργός πολίτης να κάνει αναδάσωση στην Πάρνηθα ή να ξεκολλάει τσίχλες από τα παγκάκια, αλλά να μην ασχολείται με την καθημερινή του ζωή σκεπτόμενος ή δρώντας πολιτικά.
Δεύτερος πυλώνας, η ευθυνοφοβία. Φταίνε οι Τούρκοι, οι Εβραίοι, οι Νεφελίμ, οι μετανάστες, η γενιά του Πολυτεχνείου, ο Ερμής ο ανάδρομος. Πάντα, βέβαια, φταίει ο «Άλλος» για οτιδήποτε.
Τρίτος πυλώνας ο ωχαδερφισμός και η κουτοπόνηρη λογική του ατομικού βολέματος. Το βύσμα στη δουλειά, στο στρατό, το πάτημα επί πτωμάτων, το βόλεμα είναι παρόντα σε καθημερινή βάση. Αυτό που προσήγαγε ως αρνητικό στους Ηλείους ο λαός, ότι η αγαπημένη τους ευχή είναι «να ψοφήσει το γαϊδούρι του γείτονα», είναι κοινός τόπος για όλους.
Η κυρίαρχη ιδεολογία δημιούργησε το κυρίαρχο ήθος και πολιτισμό. Μπουζούκια και μπιτάκια, τραγουδίστριες που τραγουδάνε με το στήθος, Μύκονος κι Αράχωβα. Η γυναίκα είναι αντικείμενο του πόθου ή σκέτο αντικείμενο, ο άντρας είναι κυνηγός, αυτοδημιούργητος και μυστηριώδης, όσο ταυτόχρονα ανίδεος, κενός και ματαιόδοξος. Η ελληνική «μαγκιά» ξεσπά στη διαμάχη για τη θέση πάρκινγκ και η ελληνικότητα είναι το «έπος του ’40» ή οι άναρθρες κραυγές των «300» στο σινεμά.
Από την άλλη, το iPhone δεν είναι τηλέφωνο, αλλά στοιχείο κοινωνικής αναγνωρισιμότητας. Η δυνατότητα για μαζική κατανάλωση αποκρύπτει την ταξική θέση και σκοτώνει τη λαϊκή ιδεολογία και αντι-ηγεμονία. Ο εργάτης, πλέον, δεν φαίνεται από τα ρούχα, το μέρος που μένει, από τις συνήθειες που αναπαράγει ή δεν ξεχωρίζει καθοριστικά από αυτές. «Αφεντικά και δούλοι στα Prada πέσαμε ούλοι», κατά παράφραση και μιας λαϊκής παροιμίας.
Η κοινωνική και λειτουργική απομόρφωση με τη δημιουργία του σχολείου-κάτεργου των εξετάσεων και το αιώνιο κυνήγι προσόντων της διαδικασίας Μπολόνια για τα πανεπιστήμια δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να επιτείνουν τη διαδικασία αποσύνθεσης της λαϊκής και ταξικής ιδεολογίας. Ο νέος εργαζόμενος-λάστιχο, που ξέρει από όλα, αλλά δεν ξέρει τα βασικά, είναι παθητικός δέκτης και καταναλωτής. Έχει δύο πτυχία και τρία μεταπτυχιακά, αλλά αγνοεί βασικούς κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Μαθαίνει να μισεί με την πρώτη ευκαιρία και να βλέπει γύρω του ανταγωνιστές. Σκέφτεται στερεοτυπικά και οι κάθε φορά κυρίαρχοι «εθνικοί μύθοι» σφηνώνονται στο κεφάλι του πιο εύκολα κι από ατάκα διαφήμισης.
Η αυξανόμενη ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η επέκταση των προβλημάτων που περιγράφηκαν έφεραν μερικά ακόμα στοιχεία: την ξενοφοβία, πακέτο με τη στυγνή εκμετάλλευση του συνανθρώπου. Μίσος και φόβος για τον Πακιστανό που πλένει τζάμια στα φανάρια και η αίσθηση ότι «δεν χωράμε άλλοι», αλλά η Μανωλάδα, Μανωλάδα! Έξω οι ξένοι ή μέσα σε παράγκες να δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται, να γίνονται ομιλούντα εργαλεία ή σκεύη ηδονής, αλλά κυρίως αποδιοπομπαίοι τράγοι ενός συστήματος σε βαθιά κρίση που δεν μπορεί πλέον να υποσχεθεί ευμάρεια, ανάπτυξη και ξεκούραστα ευρώ.
Προφανώς, αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Αυτή που διαμόρφωσε η κυρίαρχη ιδεολογία. Από την άλλη, στο συσχετισμό δύναμης υπήρξε η αντίσταση, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη. Σε εμφανώς μικρότερο βαθμό, αλλά υπήρξε. Η Αριστερά, από την έρημο του 1991 μέχρι την άνοιξη των πλατειών του 2011, σε διάφορες εκδοχές της, έβαλε μπροστά την ενότητα των εργαζόμενων, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αγωνιστικότητα, ως προϋποθέσεις για την αλλαγή προς το καλύτερο αυτής της κοινωνίας. Φυσικά, υπήρξαν και πλευρές της Αριστεράς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έτρεξαν να προϋπαντήσουν τους νέους καιρούς και μαζί τους τα νέα ήθη της πολιτικής και δημόσιας ζωής, πράγμα που σε τελική ανάλυση καταδεικνύει ότι ο συσχετισμός δύναμης και στο ιδεολογικό επίπεδο ήταν συντριπτικός υπέρ των κυρίαρχων.
Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια, μέσα από όλες αυτές τις δυναμικές εκδηλώσεις της λαϊκής οργής, βλέπουμε ότι με αργά αλλά σταθερά βήματα κάτι κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ, όμως, πρέπει να γίνει μια μικρή διασαφήνιση: η ανάλυση ότι οι «πλατείες» του 2011 αποτέλεσαν διαταξικά ξεσπάσματα του κόσμου και έτσι απέκρυψαν την ταξικότητα των μέτρων του μνημονίου δίνοντας πάτημα στην ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου είναι πέρα για πέρα αντιδιαλεκτική και λαθεμένη.
Όψεις της ιδεολογίας του ατομισμού και του ανταγωνισμού (που είναι η βάση της ιδεολογίας μίσους του φασισμού) είναι κυρίαρχες, έτσι κι αλλιώς, στον καπιταλισμό και εντείνονται λόγω κρίσης. Οι «πλατείες» αποτέλεσαν γνήσια λαϊκή εξέγερση, που είχε μέσα της όλα τα στοιχεία, θετικά κι αρνητικά. Προφανώς, λοιπόν, ως κίνηση εισβολής των μαζών στο προσκήνιο, αντιφατική, γιατί δεν γίνεται κι αλλιώς, οι «πλατείες» δεν έθρεψαν ούτε μόνο ριζοσπαστισμό ούτε μόνο φασισμό. Έκαναν και τα δύο και η ως τώρα πορεία δείχνει να είναι η συμβολή στον ριζοσπαστισμό των μαζών συντριπτικά μεγαλύτερη.
Η (νεο)ναζιστική αντι-ηγεμονία
Ας εξετάσουμε τώρα και τη Χρυσή Αυγή καθεαυτή. Τι έκανε τη συμμορία προπαγάνδας του νεοναζιστικού λόγου που ξεφύτρωσε το 1980 να γίνει το κοινοβουλευτικό εθνικιστικό κόμμα του σήμερα; Γιατί αυτή η απήχηση τώρα και όχι πριν από τρία, πέντε ή δέκα χρόνια; Γιατί η συμμορία που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Δ. Κουσουρή το 1998 ήταν μια σκιά και τώρα ανάλογες ενέργειες συμβαίνουν μέρα μεσημέρι στο κέντρο της πόλης και επικροτούνται;
Το πρώτο που πρέπει να θυμηθούμε είναι ότι ο φασισμός σε κρισιακές συνθήκες μπορεί πιο εύκολα να αρθρώσει λόγο, γιατί τον έχει ήδη έτοιμο: η κυρίαρχη ιδεολογία, υπό μικροαστικό πρίσμα, ισχυρό κράτος και μια ιδέα συνωμοσίας. Άνθρωποι, στελέχη, βρίσκονται να το κάνουν, τόσο εύκολα όσο βρίσκονται και «επιχειρηματίες» που πιστεύουν βαθιά ότι η επιχείρηση είναι ο φυσικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας.
Η βασική διαφορά από το παρελθόν στο σήμερα είναι καταρχάς η συνολική μετατόπιση της συλλογικής συνείδησης της κοινωνίας προς πολύ συντηρητικές θέσεις. Μ’ όλες τις κινηματικές εξάρσεις, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία ενέχει στοιχεία του φασιστικού λόγου σε πρώιμη μορφή. Επιπλέον, υπάρχει η κρίση και η διάλυση των μικροαστικών στρωμάτων, που ιστορικά αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα απεύθυνσης και υιοθέτησης των φασιστικών ιδεών. Ας μην ξεχνάμε ότι η κρίση επιτείνει την ανασφάλεια και την ανάγκη ηγεμονικού σχεδίου εξόδου.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο είναι το ευρωπαϊκό παράδειγμα: η ακροδεξιά στην Ευρώπη σηκώνει απειλητικά κεφάλι και μάλιστα με τις ευλογίες του «Διευθυντηρίου» των Βρυξελλών. Το 2004, με την εκλογή του ακροδεξιού Χάϊντερ στην Αυστρία, η Κομισιόν είχε εκδώσει ταξιδιωτική οδηγία να αποφεύγεται ως τουριστικός προορισμός η χώρα, λόγω κινδύνου ρατσιστικών και αντιδημοκρατικών επεισοδίων. Σήμερα, παρά το 19% της Λεπέν στη Γαλλία και τα αυξημένα ποσοστά της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ΕΕ, δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί της Κομισιόν. Ίσα ίσα που φαίνεται να εξυπηρετείται πολλαπλά από αυτή την άνοδο.
Η Χρυσή Αυγή, λοιπόν, είχε όλους τους εξωτερικούς παράγοντες υπέρ της, ενώ τη βοήθησαν δύο ακόμα. Η (νεο)ναζιστική αντι-ηγεμονία, ως πρακτική και πρόταση για το σύνολο των κυριαρχούμενων τάξεων, και η προώθηση αυτής της αντι-ηγεμονίας μέσω του συνόλου σχεδόν των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους.
Η (νεο)ναζιστική αντι-ηγεμονία είναι μια πρόταση διαχείρισης του κράτους σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Είναι δηλαδή το ακραίο όριο του καπιταλιστικού συστήματος για τη διάσωσή του, το περίφημο «κόκκινο κουμπί», που δεν πρέπει να πατηθεί πριν από την ώρα του. Έτσι λοιπόν, κομμάτια ενός προγράμματος που θα μπορούσε να υλοποιήσει μόνο το NSDAP (το κόμμα του Χίτλερ στη Γερμανία) τα είδαμε να υλοποιούνται από την κυβέρνηση Παπαδήμου. Μιλάμε για τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και τη δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών.
Φυσικά, μέχρι να φτάσουμε εκεί ο (νεο)ναζιστικός λόγος και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα ήταν παρόντα σε καθημερινή βάση. Κανάλια, τύπος, κόμματα, διαδίκτυο, σχολείο, εκκλησία, ένας ένας οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους, αναδείκνυαν και νομιμοποιούσαν την ανεξέλεγκτη κρατική βία και τον αυταρχισμό, ως το συμπληρωματικό στοιχείο για τον επιβιωτισμό που επιβλήθηκε στις λαϊκές τάξεις: «Θες να φας; Φάε έναν Πακιστανό!».
Δίπλα σε αυτό το κλίμα η Χρυσή Αυγή έβγαλε την προβιά του λύκου και ντύθηκε βοσκός. Μέχρι πρόσφατα, όπως όλες οι σύγχρονες νεοναζιστικές ομάδες, η Χρυσή Αυγή δεν έκανε πολιτική, αλλά εξασκούσε μια περιθωριακή, λούμπεν και αντικοινωνική θρησκευτική λειτουργία. Μπλακ μέταλ, ανοιχτή λατρεία του Χίτλερ, ούφο και κούφια γη, συνωμοσιολογία και σατανισμός, ξεκινώντας από τα υπαρκτά τέτοια στοιχεία στον ναζιστικό ανορθολογισμό. Μάλιστα, είχαν κοινή ρίζα με διάφορες new age θρησκείες και ιδεολογίες. Η Χρυσή Αυγή, όμως, βγήκε από το περιθώριο, κάνει πλέον αυτόνομη πολιτική.
Σε συγκεκριμένες περιοχές, που μπορούσε να θεωρήσει κέντρα παρέμβασης της, ξεκίνησε να κάνει πρακτική τη (νεο)ναζιστική αντι-ημεγονική της πρόταση. Τα «λεβεντόπαιδα με τις μαύρες μπλούζες» έγιναν ο συνεκτικός ιστός και η απάντηση σε μια σειρά από κενά που άφηνε το καταρρέον κράτος. Ελλιπής αστυνόμευση; Χρυσή Αυγή. Δυσκολία στη μετακίνηση; Χρυσή Αυγή. Έλλειψη στοιχειωδών αναγκών; Χρυσή Αυγή. Καρτούλες με τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης τυπώθηκαν και μοιράστηκαν αρχικά σε συγκεκριμένες γειτονιές της Αθήνας και στη συνέχεια σε όλη την Ελλάδα. Ο Χρυσαυγίτης δεν είναι πλέον ένας χούλιγκαν εξτρεμιστής με ξυρισμένο κεφάλι και μυαλό αμοιβάδας, αλλά το καλό παιδί που βοηθάει τη γιαγιά να περάσει απέναντι το δρόμο, που δέρνει τον Πακιστανό που σου έκλεψε την τσάντα, που σε τελική ανάλυση εκφράζει τον φόβο των μαζών για το αύριο και απέναντι στους κυρίαρχους, με έναν δυναμικό τρόπο που φαίνεται να αποδίδει μέχρι τώρα.
Οι επιθέσεις σε ομάδες μεταναστών πρέπει να ιδωθούν στην ιδιαίτερη πρακτική τους: αν και ο εξαγγελμένος στόχος της Χρυσής Αυγής είναι ότι «κανείς μετανάστης δεν είναι νόμιμος, άρα όλοι είναι εχθροί μας», οι επιθέσεις δεν αφορούν το σύνολο των μεταναστών στην Ελλάδα. Χτυπιέται συστηματικά μόνο το πιο ευάλωτο τμήμα και φυσικά μόνο αυτό που κατάγεται από χώρες που είναι ή θεωρούνται μουσουλμανικές. Οι Κινέζοι, οι Νιγηριανοί, οι Ρώσοι και όσοι τέλος πάντων δεν μπορούν να ταυτιστούν με το αιώνιο «εθνικό μίσος απέναντι στους Τούρκους» και κατ’ επέκταση σε όλους τους μουσουλμάνους, για την ώρα είναι στο απυρόβλητο. Στο απυρόβλητο για τα «λεβεντόπαιδα» είναι, επίσης, οι μετανάστες που μετέχουν σε αυτό που αποκαλούμε υψηλό οργανωμένο έγκλημα. Η νιγηριανή μαφία που εμπλέκεται με την πορνεία, η κινέζικη μαφία που εμπλέκεται με το λαθρεμπόριο και βέβαια το εμπόριο όπλων από τους Ρώσους «ομόδοξους». Εκεί φαίνεται ότι το θάρρος των ελληνόψυχων δεν επαρκεί. Αυτοί οι «ξένοι» μπορούν ανενόχλητοι να δρουν με την προστασία του κράτους.
Σε ιστορική αναλογία ακολουθεί επακριβώς σε προγραμματικό λόγο και δράση το NSDAP της περιόδου 1928-1933:
- Αντικομμουνισμός - αντικαπιταλισμός. Βασική επιδίωξη είναι η κρατική ρύθμιση του καπιταλισμού και η συμμαχία με το τραπεζικό κεφάλαιο. Απαγόρευση των απεργιών και των λοκάουτ.
- Αντισημιτισμός τότε, που εξελίχθηκε σταδιακά σε γενικό ρατσισμό. Η ρίζα του ρατσισμού είναι ο σκληρός κρατισμός-εθνικισμός. Σήμερα μεταμορφώνεται σε γενικά αντι-μεταναστευτικό λόγο.
- Η αρχή του Ηγέτη. Το «uber alles κράτος» χρειάζεται το μεταφυσικό φασιστικό «λαό» που ομογενοποιημένος οδηγείται από τον Ηγέτη, ο οποίος αποτελεί έκφραση και τελείωση του λαού-κράτους. Αυτό είναι το Fuhrerprinzip (αρχή του Ηγέτη). Η εχθρότητα προς τον «ξένο» και η προγονολατρεία είναι το πακέτο για την απαραίτητη ιδεολογική συνοχή.
- Η πολιτική του παραδείγματος, του πεζοδρομίου και όχι του λόγου. Χτίσιμο θυλάκων εξουσίας σε γειτονιές και κάποιους εργασιακούς χώρους, κυρίως μακριά από όπου βρίσκεται το οργανωμένο προλεταριάτο (το παράδειγμα της αντιμετώπισης της απεργίας στη Χαλυβουργία είναι η απόδειξη)
- Διείσδυση στο σκληρό κράτος (στρατός, αστυνομία) με τη σφήνα των παραστρατιωτικών οργανώσεων, που ήταν και είναι ο κύριος μηχανισμός «παραδειγματικής» πολιτικής.
- Σκληρός αντικοινοβουλευτισμός (η ρητορική για διεφθαρμένη δημοκρατία, οι εθνοπροδότες κ.λπ.).
- Ο στόχος της αυτάρκειας, μακριά από συνεργασίες με άλλους λαούς.
- Βάση και πυρήνα στρατολόγησης τους τελούν τα υπό διαρκή απειλή απαξίωσης μικροαστικά στρώματα: μαγαζάτορες, νοικοκυραίοι κ.λπ.
- Κοινωνικός δαρβινισμός. Η επικράτηση του ικανότερου, μέσω της άνευ όρων ισότητας των ευκαιριών. Η Χρυσή Αυγή το ονομάζει αυτό «αριστοκρατία της αξιοκρατίας».
- Η στάση απέναντι στα φύλα: γυναίκες ίσον Kinder, Küche, Kirche (παιδιά, κουζίνα, εκκλησία). Άντρες ίσον πόλεμος.
- Μια ειδική μνεία: το S στο ΝSDAP ήταν «Sozialistische» (Σοσιαλιστικό). Κι αν ο Χίτλερ γρήγορα εγκατέλειψε κάθε «σοσιαλιστική» αναφορά, ο Γκαίμπελς ποτέ του δεν έπαψε να δηλώνει σοσιαλιστής. Οι Ιταλοί φασίστες, που ήταν καθαρότερα αυτής της τάσης, οργάνωσαν ένα κράτος που έφτασε να παράγει πάνω από το μισό του ΑΕΠ της Ιταλίας, ποσοστό μεγαλύτερο από τα σκανδιναβικά κράτη σήμερα.
Αυτή η μορφή φασισμού αποτελεί μειοψηφική τάση του νεοφασισμού ακόμα και σήμερα. Η Χρυσή Αυγή σε αυτό διαφέρει από τις προεκλογικές καμπάνιες των ναζί, επειδή ακολουθεί τη γραμμή που επικράτησε τελικά στο NSDAP, την τελική στάση στην οποία καταστάλαξε ο Φύρερ. Στην ουσία, λοιπόν, πρόκειται για ακραίο νεοφιλελευθερισμό στο οικονομικό επίπεδο, όποια κι αν είναι η προεκλογική ρητορική της (καταγγελία Μνημονίου, μειώσεις βουλευτικών προνομίων και αμοιβών κ.λπ.).
«Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον»
Το μεγάλο ιδιαίτερο πρόβλημα σε αυτή τη συγκυρία είναι ότι ο ιστορικά ταξικός αντίπαλος του φασισμού, η εργατική τάξη, που στο παρελθόν αντιστάθηκε μέχρι τέλους στην ενσωμάτωσή της σε αυτόν, στην Ελλάδα φαίνεται να έλκεται από το φαινόμενο. Οι νέοι, οι άνεργοι και κομμάτια του προλεταριάτου σε αυτή τη συγκυρία πιο εύκολα φαίνεται να πείθονται από το αντι-ηγεμονικό πρόταγμα της Χρυσής Αυγής παρά από την Αριστερά. Η τελευταία ευθύνεται γιατί στη δίνη της επίθεσης του νεοφιλελευθερισμού αποσπάστηκε από εκείνα τα τμήματα των οποίων είναι φυσικός εκφραστής λόγω στρατηγικών συμφερόντων και στράφηκε στην προσπάθεια εκπροσώπησης περισσότερο των μικροαστικών στρωμάτων.
Στην περίπτωση της επαναστατικής Αριστεράς, πρώτα ο κατακερματισμός και η ασυγκρότητη στρατηγική και έπειτα η απεύθυνση μόνο στη σπουδάζουσα νεολαία, που αποτελεί σε πραγματικά νούμερα ένα ποσοστό κάτω από το 50% της νεολαίας, και σε συγκεκριμένους χώρους που υπήρχαν κατεκτημένα εργασιακά δικαιώματα (μηχανικοί, γιατροί, εκπαίδευση κ.λπ.) την εμπόδισε αντικειμενικά να έχει την απαραίτητη λαϊκότητα και σύνδεση με τις εργατικές μάζες και τους νέους προλετάριους. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και ανεπαρκής ακόμα σε πολλά σημεία, δείχνει ένα φως ελπίδας για την αντιστροφή αυτής της κατάστασης.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ ότι ο φασισμός είναι η ιδιότυπη συγκυρία όπου το πραγματικό και το πολιτικό κόμμα της αστικής τάξης συγχωνεύονται, υπό μικροαστική ιδεολογική ηγεμονία. Το κράτος είναι ο κομματικός μηχανισμός του φασισμού. Με αυτή την έννοια, η συζήτηση της «επανεμφάνισης» του φασισμού πρέπει να γίνει με όρους αντιμετώπισης του καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης και ο στόχος να είναι όχι η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά η ψηλάφιση ενός νέου τύπου δημοκρατίας, που θα ξεκινάει από τους αγώνες του λαού και θα φτάνει στη νέα πολιτική ηγεμονία της εργατικής τάξης.
Οποιαδήποτε συζήτηση για κυβερνητική βοήθεια ή κρατική συνδρομή που θα πατάξει τον φασισμό είναι καταδικασμένη να αποτύχει γιατί, όπως έλεγε εύληπτα ο Μπουεναβεντούρα Ντουρούττι: «Δεν μπορούμε να συντρίψουμε τον φασισμό σε συνεργασία με την δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά μόνο σε πείσμα της δημοκρατικής κυβέρνησης. Ξέρουμε ότι καμία κυβέρνηση δεν επιθυμεί πραγματικά το ξερίζωμα του φασισμού, γιατί οι αστοί είναι υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε αυτόν όταν βλέπουν ότι κινδυνεύουν να τους φύγει η εξουσία από τα χέρια».
ΠΗΓΗ