«Όταν ήμουν μικρός είχα ένα όνειρο. Ήθελα να γίνω σαπουνοποιός. Να φτιάχνω μεγάλα, μυρωδάτα σαπούνια για να ξεπλύνω τον τόπο μου από όλη αυτή τη βρωμιά που αφήνουν πίσω τους οι μελαμψοί υπάνθρωποι και τα αλλόθρησκα μιάσματα που εισέβαλαν στην αγνή κι αμόλυντη πατρίδα μου. Δοκίμασα να φτιάξω σαπούνια, μα δεν τα κατάφερα. Η γλίτσα που έσταζε από το μυαλό μου έπεφτε μέσα στο καζάνι και έκανε τα σαπούνια να βρωμάνε.
Μετά δοκίμασα να φτιάξω λαμπατέρ. Ήταν μια τέχνη που μας δίδαξε η γιαγιά Ίλσε από τα στρατόπεδα του ένδοξου παρελθόντος. Μα και σε αυτή την τέχνη απέτυχα. Και πάλι αυτή η γλίτσα κατέστρεφε κάθε μου προσπάθεια. Ότι άγγιζα, ότι έπιανα λερωνόταν. Ότι ακουμπούσα βρώμαγε.
Απελπίστηκα, βαρέθηκα. Σταμάτησα κάθε προσπάθεια. Και ήρθα και άραξα εδώ στην πλατεία. Πίνω καφέ και βλαστημάω ότι βλέπω γύρω μου. Βλαστημάω την τύχη μου που με έριξε σε αυτή τη βρώμικη πλατεία. Βλαστημάω τη μοίρα μου που δεν έγινα αυτό που ονειρευόμουν.
Πίνω καφέ και λέω και κανένα αστείο με αυτό το χιούμορ που σκοτώνει. Λέω και καμία μαλακία στις κάμερες που γυροφέρνουν την πλατεία μήπως και τσιμπήσει κανένας τρομαγμένος νοικοκύρης και με “σταυρώσει” και μένα. Λέω αστεία για αράπηδες, για εβραίους, για πούστηδες και κουμμούνια. Κι αν δεν γελάνε οι άλλοι γελάω μόνος μου. Γελάω με τα αστεία μου, γελάω με την τύχη μου, γελάω με τα χάλια μου. Γελάω όχι με αυτό που γεννήθηκα, ούτε με αυτό που έγινα. Γελάω με αυτό που κατάντησα. Γιατί δεν γεννήθηκα φασίστας. Δεν έγινα φασίστας. Φασίστας κατάντησα...».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου