Μου ζήτησε ένας φίλος τη γνώμη μου για τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον αριστερό ιστότοπο left.gr και στον κ. Ιωάννη Κωτούλα, σύμβουλο του αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών κ. Αθανασίου, σχετικά με κάποιες απόψεις που έχει εκφράσει ο κ. Κωτούλας, ως ιστορικός, για τον εθνικοσοσιαλισμό. Το left.gr (και η Αυγή) χαρακτήρισαν τον κ. Κωτούλα «υμνητή του Χίτλερ» και «ανασκευαστή του Χίτλερ», ενώ ο κ. Κωτούλας απάντησε με εξώδικο στο οποίο αρνείται τους χαρακτηρισμούς αυτούς και επισημαίνει ένα σοβαρό δεοντολογικό λάθος του left.gr, ότι δηλαδή τού αποδίδει απόψεις οι οποίες στην πραγματικότητα ανήκουν σε άλλον συγγραφέα τον οποίο ο κ. Κωτούλας απλώς παραθέτει.
Είπα στον φίλο μου ότι δεν έχω διαβάσει το επίμαχο βιβλίο, αλλά είχε έτοιμη την απάντηση: μου το έστειλε συνημμένο σε πεντέφ, και μπορείτε κι εσείς να το κατεβάσετε, από τον ιστότοπο Antinews, σε ένα εξόχως φιλικό άρθρο προς τον κ Κωτούλα (αρκεί να κλικάρετε στην πρώτη αράδα της δεύτερης παραγράφου, εκεί που αναφέρεται το όνομα του βιβλίου). Οπότε το διάβασα (κάπως γρήγορα, είναι η αλήθεια) και θα πω τη γνώμη μου -όχι για τον κ. Κωτούλα, που δεν τον ξέρω, αλλά για το βιβλίο «Η άνοδος του Γ’ Ράιχ». Και πριν ξεκινήσω, να πω ότι δεν είμαι αμερόληπτος, αφού συνεργάζομαι με την εφημερίδα Αυγή. Να πω επίσης ότι θόρυβος έχει γίνει και για ένα άλλο κείμενο του κ. Κωτούλα, ένα άρθρο για τα εγκλήματα πολέμου των Ναζί, αλλά επειδή δεν το έχω διαβάσει δεν θα ασχοληθώ παρά ελάχιστα με αυτό.
Καταρχάς, για την οικονομία της συζήτησης, να πω ότι δέχομαι πως ήταν δεοντολογικό σφάλμα του left.gr που απέδωσε στον κ. Κωτούλα τις απόψεις του J. Ellul από τη σελίδα 143 του πεντεφιού (δεν φαίνεται η σελιδαρίθμηση του βιβλίου, οπότε στα επόμενα όπου αναφέρω αριθμό σελίδας είναι από το πεντέφι). Κατά πάσα πιθανότητα αυτό έγινε από απροσεξία, διότι το παρατιθέμενο απόσπασμα δεν έχει εισαγωγικά (έχει ξεχαστεί η παλιά συνήθεια, όταν ανοίγει νέα παράγραφος να μπαίνουν στην αρχή της καταληκτικά εισαγωγικά, », σαν προειδοποίηση στους απρόσεχτους), αλλά δεν έχει σημασία, έπρεπε να το προσέξουν, όσο κι αν ο συγγραφέας επιδοκιμάζει ρητά την άποψη ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν «μια σημαντική και αυθεντική επανάσταση», αφού τη χαρακτηρίζει «ερμηνευτική αφετηρία για τη διατύπωση νέων, γόνιμων προσεγγίσεων». Επαναλαμβάνω, έπρεπε να επισημανθεί ότι άλλος το λέει αυτό· ήταν λάθος, και μάλιστα περιττό, αφού σε προηγούμενα χωρία του βιβλίου ο κ. Κωτούλας χαρακτηρίζει ο ίδιος «επανάσταση» τον ναζισμό. Επίσης λάθος του left.gr, γλωσσικό πλέον, νομίζω πως είναι ο χαρακτηρισμός «ανασκευαστής του ναζισμού»· δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να ανασκευάσει τον ναζισμό. Ανασκευάζω σημαίνει ότι ανατρέπω μια θεωρία, μια άποψη, μια κατηγορία, υποδεικνύοντας τα τρωτά της. Ασφαλώς ο κ. Κ. δεν κάνει κάτι τέτοιο, οπότε ίσως ο συντάκτης του left είχε στο μυαλό του κάτι σαν ανασκευαστής των αντιναζιστικών θέσεων. Λεπτομέρεια, αλλά να τις προσέχουμε.
Μια και ξεκινήσαμε από την ορολογία, να πω ότι το βιβλίο του κ. Κωτούλα καινοτομεί σε αυτό τον τομέα, διότι, όπως επισημαίνει στον πρόλογο, χρησιμοποιεί τον όρο «αντιεβραϊσμός» αντί του «καταχρηστικού», όπως τον λέει, όρου «αντισημιτισμός», με το επιχείρημα ότι «η πολεμική στρεφόταν αποκλειστικά κατά των Εβραίων και όχι εναντίον άλλων σημιτικών φυλών». Αυτό εμένα σόφισμα μου φαίνεται, ο όρος «αντισημιτισμός» είναι καθιερωμένος και δεν βλέπω σε τι εξυπηρετεί η αλλαγή του, αν όχι να προκαλέσει σύγχυση. Και αν είναι καταχρηστικός ο όρος, γιατί τον χρησιμοποιεί ο συγγραφέας πότε-πότε; Νομίζω ότι το σφάλμα δεν είναι μόνο μεθοδολογικό, διότι πρόσεξα ότι ο συγγρ. χρησιμοποιεί τον όρο «αντισημιτισμός» για να χαρακτηρίσει άλλα κόμματα και δυνάμεις (π.χ. «τον πολιτικό αντισημιτισμό των παγγερμανικών κύκλων», σελ. 20· το DAP ήταν «σοσιαλιστικό και αντισημιτικό», σελ. 22) ενώ για τον Χίτλερ και το NSDAP (το ναζιστικό κόμμα) χρησιμοποιεί πάντοτε -αν δεν κάνω λάθος- τον όρο «αντιεβραϊσμός». Τυχαίο; Επίσης χρησιμοποιεί τον όρο «εθνικοσοσιαλισμός» αντί του «ναζισμός» και το «Δημοκρατία» (σκέτο) αντί του «Δημοκρατία της Βαϊμάρης».
Αφού θίξαμε τον αντισημιτισμό, να αναφερθώ σε κάτι που με ενόχλησε πολύ. Στη σελ. 25 γράφεται ότι η επιρροή του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ είχε ως αποτέλεσμα «την υιοθέτηση του αμφιλεγόμενου κειμένου ‘Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών’ ως αποδεικτικού στοιχείου για μια παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία». Εδώ, υπάρχει σοβαρό θέμα. Τα Πρωτόκολλα δεν είναι αμφιλεγόμενο κείμενο, είναι αποδεδειγμένη αντισημιτική πλαστογραφία. Σύμφωνα με τα λεξικά, αμφιλεγόμενος είναι αυτός «που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ή για τον οποίο ισχύουν διαφορετικές εκδοχές» (ΛΚΝ, παρόμοια και στον Μπαμπινιώτη που προσθέτει: αυτός που αμφισβητείται). Τα Πρωτόκολλα, που τα κατασκεύασε η Οχράνα, η μυστική αστυνομία του Τσάρου, στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν είναι αμφισβητούμενα, έχουν αποδειχτεί ότι είναι πλαστά εδώ και πολλές δεκαετίες. Ή ο κ. Κωτούλας δεν γνωρίζει τη σημασία της λέξης «αμφιλεγόμενος» ή πρέπει να παραθέσει αμέσως απόψεις ιστορικών που να θεωρούν ότι είναι γνήσια. Ένας τέτοιος… ιστορικός υπάρχει: πρόκειται για τον κ. Ηλία Κασιδιάρη, ο οποίος είχε το θράσος να διαβάσει στη Βουλή στις 23.10.2012 απόσπασμα από τα Πρωτόκολλα τονίζοντας ότι είναι γνήσιο κείμενο (το βιντεάκι εδώ, η ανάγνωση του πλαστογραφήματος από το 1.30 ως το 2.00).
Ο συγγρ. όχι μόνο αποσιωπά την πλαστότητα των Πρωτοκόλλων (η οποία είχε ήδη αποδειχτεί από το 1921), αλλά λέει ότι η διάδοση των απόψεών τους ευνοήθηκε εξαιτίας της «αναλογικά υψηλής συμμετοχής Εβραίων στον Τύπο της Αριστεράς» (χωρίς να το τεκμηριώνει φυσικά) και επειδή στις κομμουνιστικές εξεγέρσεις «πρωταγωνιστούσαν πολιτικοί εβραϊκής καταγωγής». Θα μου πείτε ότι επιμένω πολύ σε μια λεπτομέρεια, αλλά δεν πρόκειται για λεπτομέρεια: μόλις ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ διάταξε να διδάσκεται το κείμενο αυτό στα σχολεία (όχι, αυτό δεν το λέει ο κ. Κωτούλας, αλλού το διάβασα), ο δε ιστορικός Νόρμαν Κον έχει χαρακτηρίσει τα πρωτόκολλα «ένταλμα γενοκτονίας». Μερικές λεπτομέρειες σκοτώνουν.
Εκτός από το άλλοθι που δίνει στους Χρυσαβγίτες βγάζοντας απλώς αμφιλεγόμενα τα Πρωτόκολλα, ο συγγραφέας, ίσως για να να αυξήσει το ποσοστό των αριστερών εβραϊκής καταγωγής, αποκαλεί “Γερμανοεβραίους” όχι μόνο τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όχι μόνο τον Καρλ Μαρξ, αλλά ακόμα και τον Καρλ Λίμπκνεχτ! (στη σελ. 18 -φυσικά ο Λίμπκνεχτ δεν ήταν εβραίος). Θα ήθελα να δεχτώ ότι πρόκειται για απλή παραδρομή, αλλά δεν είναι το μόνο “λάθος” προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στη σελ. 123, αναφερόμενος στη Νύχτα των Κρυστάλλων, το φοβερό πογκρόμ (δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη) της 9-10 Νοεμβρίου 1938, μας λέει ότι: “Τον Νοέμβριο του 1938 εκδηλώθηκε μια μαζική δίωξη, όταν Εβραίοι τρομοκράτες δολοφόνησαν Γερμανούς διπλωμάτες στο Παρίσι”. Το μυαλό του αναγνώστη πάει σε κάποια εκτεταμένη συνωμοσία που οδήγησε σε μαζική δολοφονία διπλωματών, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει η “δίκαιη οργή” του γερμανικού λαού. Τα πλάγια στο απόσπασμα είναι δικά μου, διότι: α) οι “τρομοκράτες” [για την οικονομία της συζήτησης ας δεχτώ τον όρο] δολοφόνοι δεν ήταν πολλοί αλλά ένας, ο 17χρονος Χέρσελ Γκρίνσπαν. β) οι δολοφονημένοι διπλωμάτες ήταν επίσης ένας, ο Ερνστ φον Ρατ. Και γ) σε όλη τη βιβλιογραφία που έχω υπόψη μου, η δολοφονία του φον Ρατ θεωρείται πρόσχημα για το πογκρόμ, όχι δικαιολόγηση του πογκρόμ. (Πρόχειρα, pretext στη Βικιπαίδεια).
Σύμφωνα επίσης με τον συγγραφέα, επίσης, ο αντισημιτισμός (ή αντιεβραϊσμός κατά την ορολογία του), δεν ήταν βασικό χαρακτηριστικό του ναζισμού. Αντιγράφω από τη σελ. 45: «Ο αντιεβραϊσμός ήταν απλώς μια δευτερεύουσα συνισταμένη [προφανώς εννοεί «συνιστώσα»] του εθνικοσοσιαλιστικού προγράμματος, τόσο πριν όσο και μετά το 1933 … ήταν ουσιαστικά ένας διαφοροποιημένος αντικομμουνισμός και μια κριτική θεώρηση του ελέγχου της κοινωνίας από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων που συγκροτούσαν μια ελίτ με πολιτική και οικονομική επιρροή». Αυτή την άποψη δεν την τεκμηριώνει, αλλά αμέσως μετά παραθέτει ένα εκτενέστατο εμετικό απόσπασμα από έναν αντισημιτικό λόγο του Γκέμπελς, που εκτείνεται σε τρεις σελίδες μαζί με τις εικόνες! Δεν βρίσκω τόσο αθώα αυτή την περιθωριοποίηση του αντισημιτισμού. Επειδή στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων τα κρεματόρια είναι η πιο ζωντανή ανάμνηση από τον ναζισμό, με το να περιθωριοποιείται ο αντισημιτισμός και να τονίζονται τα άλλα χαρακτηριστικά του, είναι σαν να αμβλύνεται η εντύπωση, να επιχειρείται η αθώωσή του.
Στο ίδιο θέμα, στη σελ. 121: «Ο αντιεβραϊσμός ως ιδεολογικό στοιχείο του εθνικοσοσιαλιστικού προγράμματος αποτελούσε ουσιαστικά (με εξαίρεση ορισμένους ακραίους αντισημίτες, όπως ο Στράιχερ) μια παραλλαγή ταξικού μίσους για μια ευημερούσα κοινωνική ομάδα». Άρα: ο αντιεβραϊσμός είναι σχεδόν αθώος, περίπου κάτι αντικαπιταλιστικό, ενώ ο ξορκισμένος αντισημιτισμός αφορά μόνο «ορισμένους ακραίους» -φαίνεται τα 6 εκατομμύρια θα τα εξολόθρευσε μόνος του ο Στράιχερ, οι άλλοι ναζήδες αθωώνονται! Παρεμπιπτόντως, στη Γαλλία, ο Ζαν Μαρί Λεπέν τιμωρήθηκε με πρόστιμο επειδή χαρακτήρισε «λεπτομέρεια στην ιστορία του Β’Π.Π. τους θαλάμους αερίων». Ευτυχώς εμείς έχουμε απεριόριστη ελευθερία του λόγου κι έτσι τοποθετούμε σε νευραλγικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού διανοητές που θεωρούν «δευτερεύον στοιχείο» του ναζισμού τον αντισημιτισμό.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι πολύ συχνά, όταν γίνεται αναφορά σε κάποιο αναντίρρητα αρνητικό χαρακτηριστικό του ναζισμού, επιδιώκεται να σχετικοποιηθεί, με αναφορά παραδειγμάτων ότι αυτό συνέβαινε και αλλού. Για παράδειγμα, όταν αναφέρεται στην εκκαθάριση των πανεπιστημίων από τους Εβραίους μετά το 1933, ο συγγρ. δεν παραλείπει να τονίσει ότι «παρόμοιες τάσεις ήταν ενδημικές και στις δυτικές Δημοκρατίες» (χωρίς να το τεκμηριώνει, χωρίς να αναφέρει παραδείγματα)· όταν στις σελ. 120-121 αναφέρει τους αποκρουστικούς ευγονικούς νόμους και την απαγόρευση γάμου σε «επιβεβαρυμένα» άτομα (ορολογία του συγγρ.) προσθέτει ότι αυτά «αποτελούσαν καθιερωμένη πρακτική τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο όσο και στις ΗΠΑ». Στο άλλο του επίμαχο άρθρο, διάβασα από δεύτερο χέρι ότι ο κ. Κωτούλας, αναφερόμενος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα χαρακτήρισε πάγια τακτική των χωρών που εμπλέκονται σε πόλεμο. Εδώ έχουμε σχετικοποίηση μέσω της μισής αλήθειας. Διότι μπορεί να εφαρμόζονταν και σε άλλες χώρες τα μέτρα ευγονικής, ας πούμε, αλλά πουθενά αλλού δεν πήραν αυτό τον μαζικό και συστηματικό χαρακτήρα, πουθενά αλλού δεν ανακηρύχτηκαν σε κρατική ιδεολογία, πουθενά αλλού δεν στοίχισαν τόσα θύματα· πουθενά αλλού, για να χρησιμοποιήσω την αβάσταχτα αποστειρωμένη διατύπωση του συγγραφέα δεν δόθηκε «έμφαση στη φυλετική υγιεινή» (σελ. 113 -νομίζω ότι και η λέξη ρατσισμός απουσιάζει από το βιβλίο). Με το να μην αναφέρει τις οφθαλμοφανείς αυτές διαφορές, ο συγγρ. παραπλανά βάναυσα τον αναγνώστη.
Καμιά φορά η σύγκριση με «τους άλλους» είναι ευνοϊκή για τον ναζισμό. Και όχι μόνο στη σύγκριση με τους κομμουνιστές, όπου οι ναζιστές επιπλέουν, αφού «Από όλες τις παραστρατιωτικές οργανώσεις η πιο βίαιη ήταν των κομμουνιστών και ακολουθούσαν οι εθνικοσοσιαλιστές». Εντύπωση μου έκανε ότι ο συγγρ. χαρακτηρίζει «αγριότητες» τα όσα έκαναν οι γαλλικές δυνάμεις κατοχής στο Ρουρ το 1919-21, ενώ στο άλλο του άρθρο χαρακτηρίζει «παρατυπία» τον βομβαρδισμό του πλωτού νοσοκομείου Αττική.
Επίσης, πολύ κακή εντύπωση μου έκανε το εξής απόσπασμα της σελ. 51: «η πρωτοφανής όμως, για τη γερμανική πραγματικότητα, ηθική κρίση στην οποία είχε βυθιστεί η Δημοκρατία, με την άνοδο της πορνείας, της ομοφυλοφιλίας και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, ευνόησε σχεδόν αποκλειστικά τους εθνικοσοσιαλιστές». Πώς μετριέται η άνοδος της ομοφυλοφιλίας δεν μας το αποκαλύπτει ο κ. Κωτούλας, αλλά η διατύπωσή του δείχνει πως θεωρεί την ομοφυλοφιλία κάτι επιλήψιμο, αφού είναι στοιχείο της ηθικής κρίσης.
Και αλλού ο κ. Κωτούλας φαίνεται να υιοθετεί την οπτική των ναζιστών. Για παράδειγμα, η ενότητα που αφηγείται την προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας, στη σελ. 80, έχει τον τίτλο «Η ενοποίηση των γερμανικών εδαφών»! Εξίσου εντυπωσιακά, στη σελ. 129 η περίοδος 1933-1945 χαρακτηρίζεται «Η πολιτιστική επανάσταση» -μάλιστα αυτός είναι ο τίτλος της σχετικής ενότητας. Κατόπιν τούτου δεν είναι περίεργο που το κάψιμο των βιβλίων (σελ. 131) θεωρείται «μια από τις εκφράσεις του ανανεωτικού, επαναστατικού πνεύματος».
Στο βιβλίο παρατίθενται άφθονα και εκτενή αποσπάσματα από λόγους του Χίτλερ, του Γκέμπελς, ίσως και άλλων επιφανών ναζιστών, χωρίς σχολιασμό, χωρίς αντίλογο, σε επίρρωση των θέσεων του συγγραφέα. Για παράδειγμα (σ. 53) για να στηριχτεί η θέση του συγγραφέα ότι ««Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα δεν διέθετε διεθνείς υποστηρικτές … η οικονομική και πολιτική του βάση προερχόταν αποκλειστικά από τα μέλη του», ένα θέμα το οποίο είναι πραγματικά αμφιλεγόμενο, αφού υπήρχαν μεγαλοβιομήχανοι που ενίσχυαν το NSDAP ήδη από τη δεκαετία του 1920, παρατίθεται, ως τεκμηρίωση, απόσπασμα από ομιλία του Χίτλερ. Πολλά αποσπάσματα στάζουν κυριολεκτικά από αντισημιτισμό και ρατσισμό, παρεμπιπτόντως διαψεύδοντας τη θέση του συγγρ. ότι ο «αντιεβραϊσμός» ήταν δευτερεύον στοιχείο του εθνικοσοσιαλισμού, αφού μάλλον ως εμμονή παρουσιάζεται.
Τέλος, σε όλη την έκταση του κειμένου, ο συγγρ. χρησιμοποιεί ευμενώς ουδέτερες, τουλάχιστον, διατυπώσεις όταν αναφέρεται στον Χίτλερ και στους ναζιστές. Για παράδειγμα, το Μάιν Καμπφ είναι η «φημισμένη αυτοβιογραφία» του Χίτλερ (21 -και όχι, ας πούμε, η διαβόητη), ο Χίτλερ αποδείχτηκε «ικανότατος στρατιώτης» και «ήταν όντως ικανότατος ρήτορας…. η ακατάβλητη δραστηριότητά του, οι εντυπωσιακές ρητορικές του ικανότητες…» (21-22) ή «Η απήχηση του εθνικοσοσιαλισμού στη νεολαία ήταν εντυπωσιακή και οφείλεται στον ριζοσπαστικό ιδεαλισμό τον οποίο εξέφραζε (41, λεζάντα φωτογραφίας που δείχνει τον Χίτλερ περιτριγυρισμένον από νεολαίους ναζιστές)». Αλλού, ο συγγραφέας «ανασκευάζει μύθους» που διέδιδαν εναντίον του ναζισμού οι αντίπαλοί του, όπως στη σελ. 99 όπου υποστηρίζει ότι η συμμετοχή μεγάλου αριθμού φοιτητών στο NSDAP «καταρρίπτει τον μύθο που προέβαλαν ορισμένοι συγγραφείς της Αριστεράς και της αστικής τάξης, όπως ο Τόμας Μαν, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν εχθρικός προς τη μόρφωση».
Όταν όμως γίνεται λόγος για τους αντίπαλους του ναζισμού, ο συγγρ. δεν παραλείπει να επισημάνει στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρνητικά, όπως όταν μιλάει για τους επιστήμονες που έφυγαν από τη Γερμανία μετά την άνοδο του Χίτλερ: «Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Αϊνστάιν, είχαν ταχθεί από το 1933 με τις δυτικές Δημοκρατίες κατά της νέας Γερμανίας και αργότερα θα ενστερνίζονταν σιωνιστικές απόψεις, ενώ θα προέβαιναν σε επιστημονικές ανακαλύψεις που αργότερα θα χρησιμοποιούντο για την κατασκευή της αμερικανικής ατομικής βόμβας» (σελ. 113).
Έγραψα πολλά και σας κούρασα, καιρός να απαντήσω στο ερώτημα του φίλου μου, αν είναι σωστός ο χαρακτηρισμός «υμνητής του ναζισμού» για τον συγγραφέα του βιβλίου. Ύμνους πράγματι δεν διάβασα στο βιβλίο, οπότε ίσως είναι υπερβολική η λέξη· εγκώμια πάντως είδα αρκετά, και η απόσταση των δυο λέξεων δεν είναι μεγάλη. Στη δική μου αξιολόγηση, δίνω ξέχωρη βαρύτητα στο σοβαρό μεθοδολογικό (και ίσως όχι μόνο) λάθος με τη διάκριση αντιεβραϊσμού και αντισημιτισμού και, ακόμα περισσότερο, στην παρουσίαση των Πρωτοκόλλων της Σιών ως «αμφιλεγόμενου κειμένου», ειδικά στη σημερινή συγκυρία που βρίσκεται στη Βουλή ένα φιλοναζιστικό κόμμα που θεωρεί γνήσια την αντισημιτική αυτή πλαστογραφία. Κατά τα άλλα, ίσως ακριβέστερο είναι να πούμε ότι το βιβλίο αποτελεί μια σύνοψη των ελαφρυντικών και των δικαιολογητικών που θα μπορούσε να συγκεντρώσει ένας ικανός συνήγορος υπεράσπισης σε μια δίκη του εθνικοσοσιαλισμού.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου