Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

έψιλον φι

Ο Στέλιος. Στέλιος ή Στελάρας ή Στελάκης. Καμιά φορά και Στελάκος για κάναν καλό γείτονα. Ο Στέλιος είναι μπάτσος. Όχι σαν αυτούς που διαβάζουμε στα νουάρ. Είναι μπάτσος. Όπως τους ξέρουμε. Δηλαδή σε καμιά περίπτωση δεν μοιάζει με τον αστυνόμο Πάκο Μαρτίνεθ του Μωρίς Αττιά. Τέτοιοι μπάτσοι δεν υπάρχουν. Ο Πάκο Μαρτίνεθ θα μπορούσε να είναι φίλος μας. Δεν μοιάζει ούτε με μπάτσος του Ελλρόυ. Τέτοιοι μπάτσοι φυσικά και υπάρχουν αλλά η κατάρα που τους περιβάλλει είναι πολύ λυρική για να είναι πραγματική. Δεν είναι ούτε ο αστυνόμος Χαρίτος του Μάρκαρη. Δεν υπάρχει μπάτσος με τέτοιο χιούμορ.

Ο Στέλιος ξυπνάει μέσα στο άγριο χάραμα για να πιάσει δουλειά. Έξι βγαίνει για περιπολία και κάνα μισάωρο πιο πριν για τα διαδικαστικά. Κρυώνει και το στόμα του μυρίζει λες και τον τάιζαν σκατά όλο το βράδυ. Νοιώθει νύστα. Νύστα βαριά. Τον περιμένει δύσκολη μέρα. Πρέπει να οδηγάει την μηχανή για ατελείωτες ώρες κουβαλώντας μαζί με την βαριά του εξάρτηση και τον συνάδελφο του. Ατελείωτες ώρες να οδηγάει και να κυνηγάει το έγκλημα παίζοντας την ζωή του κορώνα γράμματα. Και σαν να μην φτάνει αυτό από μόνο του, έχει και τους φυσιολογικούς να τον αποκαλούν μπάτσο, γουρούνι και δολοφόνο. Γιατί αυτός δεν είναι κανένα πλουσιόπαιδο όπως οι αναρχοσυριζαίοι που τους τα σκάνε οι μπαμπάδες τους για να καίνε τις περιουσίες του κοσμάκη. Αυτός πρέπει να δουλέψει για να τα καταφέρει.

Ξεκινάει για δουλειά. Συναντάει τον Θανάση και τον Στρατή. Τον βλέπουν από μακριά. Του λένε: που είσαι παιχταρά μου. Του είπαν που είσαι παιχταρά μου. ΤΟΥ ΕΙΠΑΝ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΙΧΤΑΡΑ ΜΟΥ! Ω μον ντιε. Ω μι τζι! Έχουν μάθει να μιλάνε μόνο με ετοιματζίδικους διαλόγους. Από διαφημίσεις. Από αθλητικές εφημερίδες. Από σοφίες κάποιου ανώτερου ή κάποιου μπάρμπα τους. Ο Θανάσης και ο Στρατής είναι συνάδελφοι του. Είναι τα αδέρφια του. Είναι τα παιδιά που δουλεύουν μαζί. Είναι αυτοί που θα φάνε για πάρτη του την σφαίρα. Τους αρέσει η δουλειά τους. Το μόνο τους παράπονο είναι πως ούτε οι μισές συλλήψεις τους δεν μπαίνουν φυλακή. Το παράπονο τους είναι πως δεν είναι αρκετός κόσμος στην φυλακή.

Ξεκινάνε για δουλειά. Βγαίνουν παγανιά. Βγαίνουν να γαμήσουν ζωούλες. Η αίσθηση ότι ανήκουν σε κάποια συντεχνία εξουσίας τους δίνει μια πολύ περίεργη ψυχολογία. Εκρηκτική. Επικίνδυνη. Μισούνε. Μισούν τους πλούσιους επειδή είναι ανάξιοι, μισούν τους φτωχούς επειδή είναι τεμπέληδες, μισούν τους Αλβανούς επειδή πήραν τις δουλειές από τους Έλληνες, μισούν τους Πακιστανούς επειδή αντί να δουλεύουν πλένουν τζάμια, μισούν τους πολίτες επειδή τους μισούν κι αυτοί, μισούν τους Εβραίους επειδή κυβερνούν τον κόσμο, μισούν τους Παλαιστίνιους επειδή είναι τρομοκράτες. Οι ειδικοί φρουροί μισούν τους απόφοιτους των σχολών και αντίστροφα. Οι ΔΙΑΣ την Άμεση Δράση και αντίστροφα. Οι γραφιάδες τις περιπολίες και αντίστροφα. Οι ανώτεροι τους κατώτερους και αντίστροφα. Μισούν τους δικαστές επειδή δεν φυλακίζουν όλες τις συλλήψεις τους. Μισούν τους δικαστές επειδή καταδίκασαν τον Κορκονέα. Μισούν αυτόν που κλέβει τράπεζες. Μισούν τις τράπεζες επειδή κλέβουν. Μισούν αυτόν που γίνεται κλέφτης για λίγα ευρώ. Είναι υπερήφανοι που οι ίδιοι κάνουν κάτι σιχαμερό για λίγα ευρώ.

Ξεκινάνε. Οδηγούνε. Επιτηρούνε. Είναι σε εγρήγορση. Ότι δεν ταιριάζει με την εικόνα πρέπει να εξουδετερωθεί. Σκανάρουν πίσω από τα κράνη τους. Δεν βλέπουν ανθρώπους. Βλέπουν στόχους. Ένας Πακιστανός περπατάει. Τον βλέπουν σε τεταρτημόρια. Κοιτιούνται. Αποφασίζουν: ας τον γαμήσουμε. Κατεβαίνουν από τις μηχανές. Τον περικυκλώνουν. Παίρνουν στάση επιχείρησης. Στάση αν κουνηθείς σε γαμήσαμε. Ελαφρώς ανοιχτά πόδια. Διεκδικούν περισσότερο εκτόπισμα από αυτό που τους αναλογεί.. Του λένε: έχεις χαρτιά ρε; Ο πακιστανός σουφρώνει. Τους τα δείχνει. Βάζουν χειρουργικά γάντια. Τον ψάχνουν. Βρίσκουν μια φωτογραφία της γυναίκας του. Την κοιτάνε. Την δείχνει ο ένας στον άλλον. Ο Πάκης χαμογελάει αμήχανα. Τον ψάχνουν κι άλλο. Βρίσκουν ένα εικοσάευρω. Τον ρωτάνε από πού το έκλεψε. Το τσεπώνουν. Τα κατάσχουν. Του λένε πως είναι τυχερός που έχει χαρτιά. Του λένε να φύγει από την Ελλάδα. Να φύγουν όλοι τους να ξεβρομίσει ο τόπος. Ανεβαίνουν στις μηχανές. Φεύγουν.

Αράζουν στον ήλιο. Καπνίζουν. Μιλάνε για την κατάντια της κοινωνίας και την καταστροφή του κοινωνικού ιστού. Μιλάνε για την αστυνομία παλιά. Για την κοινωνία παλιά. Τότε που η κοινωνία σε έβλεπε αλλιώς. Που δεν ήταν απέναντί σου. Τότε που με τους κύριους ήσουνα κύριος και με τους μάγκες ήσουν μάγκας. Τώρα σε θέλουν φλώρο όπως είναι και αυτοί. Τώρα δεν τολμάς να σταματήσεις να φας και σε βγάζουν στην τηλεόραση. Σε αποτάσσουν και σε διασύρουν για το παραμικρό δήθεν παράπτωμα και οι συνδικαλιστές στον κόσμο τους. Πότε ήταν καλύτερα; Πότε ένιωθαν πιο ασφάλεια; Τότε ή τώρα; Τότε πέθαινε στο καθήκον ένας συνάδελφος και η κοινωνία μιλούσε ένα μήνα. Τώρα στα ψιλά αν το θυμηθούνε. Έχουν κάνει τους πολίτες να ζητάνε το αυτονόητο. Την ασφάλεια...

Μιλάνε για τους μετανάστες. Λένε: Να γίνει δημοψήφισμα, να ψηφίσουμε οι Έλληνες αν θέλουμε τους αλλοδαπούς στην χώρα, όπως τόοοοσα χρόνια ψηφίζουμε και ψηφίζουμε αυτούς τους άχρηστους αλήτες που μας κυβερνούν. Να τους εκβιάσουμε, κανένας Έλληνας να μην πάει να ψηφίσει στις επόμενες εκλογές, αν δεν γίνει πρώτα δημοψήφισμα για τους αλλοδαπούς είτε έχουν πράσινη ή κόκκινη ή μπλε κάρτα! Να φύγουν όλοι άμεσα. Λένε: Ελάχιστοι είναι αυτοί που τους θέλουν στην Ελλάδα μας. Κάποιοι πλούσιοι που τους βάζουν να τους υπηρετούν, κάποιοι ακροαριστεροί, κάποιοι ανθέλληνες. Λένε: Όλοι αυτοί που τους θέλουν εδώ λοιπόν να τους πάρουν στις υπερπολυτελής βίλες τους. Λένε επίσης: Όλοι αυτοί προέρχονται από χώρες όπου η ανθρώπινη ζωή έχει πολύ μικρή αξία και οι δεκάδες θάνατοι από καμικάζι, εκρήξεις παγιδευμένων αυτοκινήτων, αντεκδικήσεων, αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους. Αφού δεν αποφασίζουμε να τους τσουβαλιάσουμε σε ένα καράβι και να τους στείλουμε πίσω και να θωρακίσουμε τα σύνορα μας, τέτοια φαινόμενα θα αυξάνονται καθημερινά.

Ανεβαίνουν στις μηχανές. Ξεκινάνε. Δυο νεαροί σε ένα πάρκο. Στην θέα τους κάνουν μια απότομη κίνηση. Συναγερμός. Πλησιάζουν με τις μηχανές. Τους περικυκλώνουν. Τους ζητάνε ταυτότητες. Τους ρωτάνε τι κάνανε εκεί. Τι κρύψανε. Αν πίνανε τσιγάρα. Οι νεαροί τρέμουν. Λένε όχι. Ο ένας πάει να πιει μια γουλιά νερό από το μπουκαλάκι του. Ο Στελάρας κατεβάζει χαστούκι. Παίρνει μπουκάλι, χέρι, μάγουλο. Όλα παραμάζωμα. Γκαρίζει: Όταν σου μιλάει η αστυνομία θα στέκεσαι προσοχή! Οι συνάδελφοι, ο Στρατής και ο Θανάσης ψάχνουν για πειστήρια. Μπίνγκο! Βρίσκουν ένα μπαφάκι. Άσκαστο. Με το φιτιλάκι να χαμογελάει. Χαμογελάνε και αυτοί. Γκαρίζουν: Τι είναι αυτό; Τους παίρνουν τα χέρια και τους τα στρίβουν. Τα χέρια γυρίζουν αυτόματα πίσω από την πλάτη. Τους περνάνε τα βραχιόλια. Είναι η αγαπημένη τους κίνηση. Κάθε φορά την βγάζουν και πιο βελτιωμένα. Φωνάζουν περιπολικό. Τους μαζεύει.

Κάνουν βόλτες. Κάνουν διάλυμα. Καπνίζουν. Τρώνε. Τρώνε πίτα γύρο με κρεμμύδι και τζατζίκι επειδή το σκόρδο κάνει καλό. Κουβεντιάζουν. Αναρωτιούνται για ποιον στον πούτσο λόγο κάποιος πρέπει να είναι σωστός αστυνομικός την σήμερον ημέρα. Αφού κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τραυματιστεί η να πεθάνει και δεν πληρώνεται ανάλογα. Αν και το επάγγελμα είναι πολύ επικίνδυνο, δεν παίρνει επίδομα για αυτό. Οι συνδικαλιστές του κλάδου είναι πουλημένοι. Θα αποκτήσει τόσα νεύρα που στο τέλος θα την πληρώνει η οικογένεια του. Είναι σάκος του μποξ για πολιτικές σκοπιμότητες. Κινδυνεύει από ληστές τραπεζών επειδή οι τράπεζες δεν φροντίζουν για την ασφάλειά τους. Κινδυνεύει από αναρχικούς που θα είναι πάντα ελεύθεροι με μπαμπάδες βουλευτές και αντιπροέδρους. Αυτός βάζει το τομάρι του στον ντορβά για να συλλάβει και οι δικαστές τους βγάζουν αθώους. Οι δημοσιογράφοι τους τσακίζουν γιατί πουλάει οι πολιτικοί τους τσακίζουν γιατί συμφέρει. Οι πολίτες δεν τους εκτιμούν. Και πόσα μα πόσα άλλα μπορείς να πεις σχετικά.

Δεν ξέρουν. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως ένας αστυνομικός δεν είναι καλός ή κακός. Πως ένας μπάτσος δεν έχει δίκαιο ή άδικο. Δεν μπορεί να είναι τίμιος ή λαμόγιο. Ένας μπάτσος απλά είναι φτιαγμένος από κατώτερης ποιότητας υλικό. Αυτό είναι όλο.

Κάνουν βόλτες. Βλέπουν έναν παπάκια με το κράνος στο χέρι. Τον σταματάνε. Τον ψάχνουν. Τον ελέγχουν. Τίποτα. Ο Στελάρας του λέει: Γιατί δεν φοράτε κράνος κύριε; Ο παπάκιας λέει: νόμιζα πως πρέπει απλά να το φέρω. Ο Στελάρας λέει: ο νόμος έχει αλλάξει κύριε πρέπει να το φοράτε. Ο παπάκιας λέει: δεν το ήξερα. Ο Στελάρας λέει: η άγνοια του νόμου δεν αναιρεί το άδικο της πράξης. Ο Στελάρας ένοιωσε όπως τότε στο σχολείο. Τότε που είχε πει σωστά το πυθαγόρειο θεώρημα. Τον αφήνει να φύγει φανερά ικανοποιημένος με την μεγαλοψυχία του.

Πριν ξεκινήσει για την τελευταία του βόλτα χτυπάει το τηλέφωνο του. Το σηκώνει. Λέει: έλα μάνα. Ε, τι να κάνω; Στη δουλειά είμαι. Το ψωμί μου προσπαθώ να βγάλω ρε μάνα...

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου