«Η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε». Η φράση αυτή ακούγεται όλο και πιο συχνά, όχι μόνο από ακροδεξιούς λαϊκιστές, που αποτελούν πια τμήμα του πολιτικού κατεστημένου, αλλά και από τα πλέον επίσημα χείλη, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος ή ο Γάλλος πρόεδρος[1].
Είναι φανερό πως ο ρατσιστικός λόγος, ανοιχτός ή συγκαλυμμένος, αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία με την οποία οι πολιτικές ελίτ και τα ΜΜΕ πραγματεύονται το ζήτημα της μετανάστευσης στη Ευρώπη. Σκοπός είναι να παρουσιαστεί η αποτυχία του συστήματος του (νεοφιλελεύθερου) καπιταλισμού, που παράγει μόνο φτώχια, ανεργία και περιθωριοποίηση, ως αποτυχία κάποιου «πολυπολιτισμικού μοντέλου». Παράλληλα, επιδιώκεται να διαμορφωθεί ένα ηγεμονικό ιδεολογικό κλίμα που θα διευκολύνει την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Ο ρατσισμός είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομούνται κρατικές πολιτικές που στηρίζονται στη σχέση ανισότητας ανάμεσα στους μετανάστες και τους «ντόπιους» πληθυσμούς, έτσι ώστε σε περιόδους ανάπτυξης να διατηρείται χαμηλά το «μισθολογικό κόστος», χρησιμοποιώντας τους μετανάστες σαν φτηνή, χωρίς δικαιώματα εργατική δύναμη προς εκμετάλλευση, ενώ σε περιόδους κρίσης μετατρέπονται σε «πλεονάζοντα πληθυσμό» που οδηγείται στην περιθωριοποίηση και τα δίκτυα της εγκληματικότητας.
Στο κυρίαρχο ιδεολογικό αφήγημα οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, τόσο οι χωρίς χαρτιά, όσο και οι τακτοποιημένοι νομικά –ακόμα και οι λεγόμενοι «μετανάστες δεύτερης γενιάς»[2], οι οποίοι συχνά έχουν την ιθαγένεια της χώρας που γεννήθηκαν- περνούν εύκολα από το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, που ευθύνεται για ό,τι μας συμβαίνει (ανεργία, εγκληματικότητα, αρρώστιες) σ’ αυτόν του εσωτερικού εχθρού: Του ουτσκεκά που επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας ή του ισλαμιστή τρομοκράτη που απειλεί τον φιλελεύθερο τρόπο ζωής μας και που γι’ αυτό πρέπει να βρίσκεται σε καθεστώς εξαίρεσης και διαρκούς επιτήρησης[3].
Από τον φυλετικό ρατσισμό στον πολιτισμικό
Μετά τη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών, αλλά κυρίως μετά την εμπειρία του ναζισμού και του ολοκαυτώματος[4], ο παραδοσιακός φυλετικός ρατσισμός, παρόλο που οι πολιτικοί φορείς του θάλλουν μέσα στη γενικότερη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά, δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε πειστικό ιδεολογικό εργαλείο εντός του τόξου της (νέο)φιλελεύθερης συναίνεσης. Έτσι, η ιεράρχηση των ανθρώπων παραμένει, αλλά πλέον τη θέση της φυλής έχει καταλάβει ο πολιτισμός. Δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές, αλλά ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί.
Στη βάση αυτή, η φιλελεύθερη Ευρώπη μένει πιστή στις αρχές της, μπορεί όμως να διαιωνίζει τις ανισότητες διαχειριζόμενη κατεξοχήν κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα με όρους πολιτισμικούς και μεταθέτοντας την ευθύνη για την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό των μεταναστών στους ίδιους, οι οποίοι φέρονται να γκετοποιούνται εξαιτίας κάποιας εγγενούς πολιτιστικής τους αδυναμίας να ενσωματωθούν. Στιγματίζονται έτσι, σαν εχθροί της «ανοιχτής κοινωνίας», αυτοί για τους οποίους η «ανοιχτή κοινωνία» είναι στην ουσία κλειστή.
Ο ρατσιστικός λόγος γίνεται ευρύτερα αποδεκτός, καθώς αρθρώνεται όχι πλέον με όρους υπεράσπισης της ανισότητας και της εξαίρεσης, αλλά με όρους υπεράσπισης των οικουμενικών αξιών απέναντι στον «πολιτιστικό σχετικισμό» και την αναδίπλωση στην κοινότητα. Αποτάσσεται έτσι, τον χαρακτηρισμό ρατσιστικός και επιμένει ότι πρόκειται κατά περίπτωση απλά για καταγγελία της υποβάθμισης του κέντρου της πόλης, κριτική της θρησκείας, υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, των γυναικείων δικαιωμάτων, της δημόσιας υγείας κ.λπ.
Η οικουμενική ρητορική και το φάσμα του πολιτισμικού σχετικισμού
Το πρόβλημα μ’ αυτή τη λογική είναι ότι ταυτίζει τις οικουμενικές αξίες με το δυτικό πολιτιστικό πρότυπο, με το οποίο όλοι πρέπει να συμμορφωθούν ενώ, κάθε τι άλλο καταδικάζεται ως «πολιτιστικός σχετικισμός». Η ισότητα, την οποία μεγαλόθυμα υπόσχεται η δύση, έχει σαν προϋπόθεση την ταυτότητα. Μπορούμε να συνυπάρξουμε, αν γίνουμε όλοι ίδιοι.
Στη βάση της ρητορικής αυτής βρίσκεται η αυτάρεσκη λογική ότι η Ευρώπη είναι η πατρίδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (και άρα ο επίσημος διαχειριστής τους). Αν όμως τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αποκλειστικά ευρωπαϊκή εφεύρεση, η οικουμενικότητά τους δεν είναι οντολογική (είναι οικουμενικά), αλλά δεοντολογική (πρέπει να γίνουν). Από μια τέτοια θέαση μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το αίτημα για οικουμενική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε κάποιες κοινωνίες δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ενδογενώς, γιατί τους είναι ξένο πολιτιστικά, αλλά πρέπει να εισαχθεί ακόμα και με τη βία των όπλων (δεν είναι τυχαίο ότι οι εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ δικαιολογήθηκαν ως προσπάθειες να προστατευθούν οι γυναίκες και να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία αντίστοιχα).
Βέβαια, κάτι τέτοιο ισχύει μόνο στη στερεοτυπική και μονοδιάστατη εικόνα, που κυριαρχεί στη δύση για τους άλλους πολιτισμούς. Ανεξάρτητα από το που διατυπώθηκαν πρώτη φορά ως πολιτικό αίτημα, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν στη βάση τους πανανθρώπινες αξίες όπως το αίσθημα της δικαιοσύνης, η αγάπη για την ελευθερία, η αλληλεγγύη, η συμπόνια, το αίτημα για ισότητα, κοινές σε όλους τους πολιτισμούς, και η διάδοσή τους δεν αποτελεί κάποιου είδους «βάρος του λευκού ανθρώπου» της σύγχρονης εποχής.
Ο ρατσιστικός πλουραλισμός
Παράλληλα με το ρατσισμό, τον παρενδεδυμένο σε οικουμενικότητα, αναπτύσσεται και μια ρατσιστική ρητορική υπεράσπισης της (δικής μας κυρίως) διαφορετικότητας και του πολιτιστικού πλουραλισμού της ανθρωπότητας[5], που φέρεται να απειλείται από τον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης, που θέλει να μας κάνει κυμά, ώστε να γίνουμε όλοι αμερικανάκια ή επιδιώκει να αλλοιώσει τον εθνικό μας χαρακτήρα φέρνοντας στη χώρα μας μετανάστες. Στη χυδαιότερη εκδοχή της ρητορικής αυτής μάλιστα, βασικό ρόλο στην υλοποίηση των σχεδίων αυτών της παγκοσμιοποίησης παίζουν οι Εβραίοι.
Αυτή η επιχειρηματολογία αρνείται ότι έχει ρατσιστικό υπόστρωμα. Όλοι οι πολιτισμοί αξίζει να διατηρηθούν, αλλά πρέπει να ζουν χωριστά, αλλιώς κινδυνεύουν από την ανάμειξη και την αλλοίωση. Στο σχήμα αυτό, η αντίθεση στην παρουσία των ξένων στο εθνικό έδαφος είναι θεμιτή και υπεύθυνο για το ρατσισμό είναι το «σχέδιο» ανάμειξης των πολιτισμών, αφού αν ζούσαμε ξεχωριστά, απλούστατα ρατσισμός δεν θα υπήρχε.
Αυτή η λογική είναι πολλαπλά προβληματική, καθώς παρουσιάζει τους εθνικούς πολιτισμούς σαν απομονωμένες νησίδες, που δεν επιδρούν η μία στην άλλη, τις επιδράσεις σαν παράγοντα «αλλοίωσης» και καταστροφής των πολιτισμών και όχι σαν παράγοντα εξέλιξης και όρο διαιώνισής τους και τη μετανάστευση σαν φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών και όχι σαν αναπόσπαστο και δομικό κομμάτι της ιστορίας της ανθρωπότητας. Συγχέει δε σκόπιμα τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των ισχυρών με τις πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις.
Έξω απ’ τη συναίνεση ή στο αριστερό της άκρο;
Πώς τοποθετούνται στο θέμα αυτό οι δυνάμεις που μιλούν στο όνομα της χειραφέτησης της κοινωνίας; Είναι σαφές ότι τα διάφορα ρεύματα της αριστεράς και της αναρχίας διαχωρίζονταν απόλυτα, από τις ιστορικές απαρχές τους, από τον φυλετικό ρατσισμό (χωρίς να λείπουν, είναι η αλήθεια, και κάποιες αντισημιτικές παρασπονδίες). Σήμερα όμως, τμήματά τους δεν φαίνεται να είναι εντελώς απρόσβλητα από τον κυρίαρχο λόγο, είτε πρόκειται για τον πατερναλιστικό οικουμενισμό του σοσιαλφιλελευθερισμού είτε για τη ρητορική υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας της νέας δεξιάς (που όμως παίρνει «αντιιμπεριαλιστικό» πρόσημο).
Συχνά ακόμα και ριζοσπαστικές δυνάμεις αντιλαμβανόμενες τον εαυτό τους περισσότερο ως φορέα της «προόδου» παρά ως υπερασπιστή της ελευθερίας, δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη διχοτομική οπτική που χωρίζει τον κόσμο σε δύο ομογενοποιημένα σύνολα χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις, στο οικουμενικό και γι’ αυτό ανώτερο «εμείς» και στο μερικό και υστερημένο «αυτοί». Στο σχήμα αυτό μιλούν ως το αριστερό άκρο του φιλελεύθερου δυτικού πολιτισμού και των παραδόσεων του διαφωτισμού, στο οποίο και καλούν τους μετανάστες να αφομοιωθούν για να χειραφετηθούν. Συνδιαλέγονται με αυτούς που θεωρούν «άλλους», εντός ενός ριζοσπαστικού, υποτίθεται, πλαισίου, αλλά πάντα στη βάση του «ορθού» συνομιλητή προς τον «λάθος», του καθοδηγητή προς τον καθοδηγούμενο. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ακόμα και αριστεροί ή αναρχικοί αντμετωπίζουν την ετερότητα και μιλούν εκπροσωπώντας στην ουσία «εμάς» είναι το πως συχνά, όταν το θέμα αφορά τους μετανάστες ή τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ξαφνικά τη θέση της ελευθεριακότητας παίρνει ο πατερναλισμός, της ανυπακοής η νομιμοφροσύνη στους κοινούς για όλους μας νόμους, της κριτικής στη φιλελεύθερη δημοκρατία ως απάτη, η υπεράσπιση των φιλελεύθερων αξιών σαν η ρητορική τους να ανταποκρίνεται τελικά στην πράξη (ή να είναι τουλάχιστον «Bonnes pour l’Orient»).
Άλλες φορές στο σχήμα αυτό, το ρόλο της υπεράσπισης του «οικουμενικού» παίρνει η άρνηση της αυτοτέλειας των μη ταξικών μορφών καταπίεσης και εντέλει η άρνηση της αυτονομίας των αντίστοιχων κινημάτων (όπως το αντιρατσιστικό, αλλά και το φεμινιστικό, το lgbt κ.λπ.) Κάτω από το αίτημα, οι «δευτερεύουσες» διεκδικήσεις να τεθούν στην υπηρεσία της ταξικής πάλης για να είναι θεμιτές (ή ευγενικά να αρθρωθούν με το κοινωνικό ζήτημα) πολλές φορές κρύβεται η απαίτηση κάθε κίνημα (εν προκειμένω το αντιρατσιστικό) να μπει κάτω από την καθοδήγηση των συλλογικοτήτων (κομμάτων, οργανώσεων κ.λπ.) που μιλούν στο όνομα των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης (όσο μικρές κι αν είναι και όσο ελλειμματικά κι αν την εκπροσωπούν), που όλως τυχαίως στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τα στελέχη τους είναι λευκοί άντρες, αλλά που ex officio γνωρίζουν πως να πορεύονται αποφεύγοντας τις λούμπες της διάσπασης και του σχετικισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πατερναλιστικής νοοτροπίας υπήρξε το γεγονός, ότι οι κριτικές στην απεργία πείνας των τριακοσίων μεταναστών στο Μέγαρο Υπατία, ακόμα και οι προερχόμενες από την αριστερά, στρέφονταν όχι απέναντι στους ίδιους τους μετανάστες, αλλά σε τελική ανάλυση απέναντι σ’ «αυτούς που τους καθοδηγούν».
Για μια γνήσια οικουμενικότητα κι έναν πραγματικό πλουραλισμό
Απέναντι σ’ αυτές τις αντιλήψεις, στόχος μας πρέπει να είναι μια κοινωνία στηριγμένη σε μια αντίληψη για την οικουμενικότητα γνήσια και γι’ αυτό ανοιχτή και οικοδομημένη στη βάση της ισοτιμίας, της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης των υποκειμένων. Δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε σε μια λογική αφομοίωσης προς κάποιο «ανώτερο» πολιτιστικό πρότυπο ούτε να μοιάζει με ένα μωσαϊκό απομονωμένων ψηφίδων που συνυπάρχουν παράλληλα, αποφεύγοντας ευγενικά η μία την άλλη, αλλά στη δημιουργία μιας κοινής κουλτούρας στην οποία συνεισφέρουν ισότιμα όλοι, παλιοί και νέοι κάτοικοι της Ευρώπης και που όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σαν κομμάτι της, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν κάποια από τις ιδιαίτερες ταυτότητές τους.
__________________________________________________________________________________________________________________
Σημειώσεις:
[1] Στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε προεκλογικό σύνθημα του ΛΑΟΣ, μόνο που η λέξη μπήκε στις αφίσες ως «πολιτισμικότητα». Πιθανόν να θεωρήθηκε ότι οι ψηφοφόροι του ΛΑΟΣ δεν θα μπορούσαν να διαβάσουν μεγαλύτερη λέξη ή η αντίθεση του κόμματος να είναι δομική προς τον πολιτισμό γενικά και να μη έχει να κάνει με τον έναν ή τους πολλούς.
[2] Φαίνεται ότι η ιδιότητα του μετανάστη είναι η μοναδική που κληρονομείται από γενιά σε γενιά μετά από αυτή του δούλου στην ευρωπαϊκή ιστορία. Διόλου τυχαία, ο χαρακτηρισμός αυτός φαίνεται να αφορά κυρίως τους πολίτες μη ευρωπαϊκής καταγωγής (ίσως και κάποιους ανατολικοευρωπαίους), κανείς δεν θα χαρακτήριζε π.χ. τον Σαρκοζί «μετανάστη τρίτης γενιάς», με την ίδια ευκολία που χαρακτηρίζει έτσι τον εγγονό ενός Σενεγαλέζου.
[3] Ο τύπος του Ανατολίτη, που μπορεί ακόμα και να μας μοιάζει, αλλά είναι τουλάχιστον ύποπτος καθώς αρνείται να δηλώσει αποκλειστική πίστη (ως νομιμοφροσύνη) στη νέα του πατρίδα, όταν καλείται να απαντήσει αν είναι πρώτα μουσουλμάνος ή Ευρωπαίος, αναβιώνει όλα τα αντισημιτικά στερεότυπα του 19ου αιώνα για τους Εβραίους που μας υπονομεύουν και δεν μπορούμε να τους εμπιστευόμαστε.
[4] Η στήριξη του Ισραήλ από όλο και περισσότερες οργανώσεις της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς είναι δείγμα της επιστροφής του αποικιακού λόγου, απαλλαγμένου από τους αναπόφευκτους συνειρμούς με τον φυλετικό ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, όπως επίσης και του πως ο αντισημιτισμός στην εποχή του πολιτισμικού ρατσισμού στρέφεται σταθερά από έναν εβραϊκό προς έναν αραβικό στόχο.
[5] Πρόκειται για αντίληψη που καλλιεργήθηκε κύρια από κύκλους και δεξαμενές σκέψης της γαλλικής και ιταλικής νέας δεξιάς/ακροδεξιάς, γύρω από το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν και την Εθνική Συμμαχία του Τζανφράνκο Φίνι. Στην Ελλάδα μεταλαμπαδεύτηκε από πρώην «ακτιβιστές» της άκρας δεξιάς σαν τον Μάκη Βορίδη, το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, αλλά και λέσχες προβληματισμού, όπως το «Δίκτυο ’21», το οποίο αναπτύσσει παρόμοιους προβληματισμούς στα διαλείμματα από άλλους σοβαρότερους, όπως το αν χωρούν ντιντήδες και βαψομαλλιάδες σ’ ένα σύγχρονο κόμμα της κεντροδεξιάς.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου