Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

«Δεν ξεχνώ». Τι ακριβώς;


Σαράντα χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα των Ελλήνων «εθνικιστών» που άνοιξε την πόρτα της Κύπρου στα αποβατικά του «Αττίλα», η σημερινή επέτειος μάλλον δεν πρόκειται να τραβήξει και τόσο το ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Τουλάχιστον όχι όσο τα σαραντάχρονα της τουρκικής εισβολής, την ερχόμενη Κυριακή. Η επίρριψη του κρίματος στις πλάτες του εχθρού είναι, βλέπεις, μια επιλογή απείρως βολικότερη από το επώδυνο ξύσιμο οικείων πληγών, έστω κι αν αυτό το τελευταίο μπορεί να μας διδάξει πολύ περισσότερα για το παρόν και το μέλλον απ’ ό,τι η όποια εθνική μυθολογία. Η αιτία αυτής της επιλεκτικής μνήμης είναι προφανής: ακόμη και η στοιχειώδης επισκόπηση των γεγονότων της 15ης Ιουλίου 1974, που ο ίδιος ο Μακάριος αποκάλεσε τότε από το βήμα του ΟΗΕ «ελληνική εισβολή», αποδομεί εκ βάθρων όλο το οικοδόμημα της ασπρόμαυρης και υπερφίαλης πατριδολατρίας πάνω στην οποία βασίζεται η ημιεπίσημη εθνικ(ιστικ)ή κατήχηση. Εξ ου και, παρά την αφθονία των διαθέσιμων αποκαλυπτικών ντοκουμέντων, η πραγματική ιστορία του Κυπριακού κάθε άλλο παρά έχει γίνει κτήμα του ευρύτερου κοινού.

Πόσοι ακριβώς γνωρίζουν λ.χ. πως ο διακοινοτικός σπαραγμός στην Κύπρο ξεκίνησε το 1963 με την προγραμματική εκτίμηση του ελληνικού ΓΕΕΘΑ ότι, βάσει μιας εξωπραγματικής ανάγνωσης του τότε διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, «συμφέρει όπως εις Κύπρον λάβουν χώραν γεγονότα»; Κι όμως, το επίμαχο έγγραφο έχει δημοσιευτεί στην Αθήνα εδώ και 31 ολόκληρα χρόνια, η δε μελέτη του είναι εξαιρετικά διδακτική για το πού μπορεί να οδηγήσουν παρόμοιες λογικές, όταν μεταφυτευτούν από τα καφενεία στους προθαλάμους χάραξης της κρατικής πολιτικής (βλ. «Ιός» 26/12/1999). Το γεγονός δε ότι μεταξύ των σχεδιαστών της «δυναμικής λύσης» του 1963 συγκαταλεγόταν ο τότε ταγματάρχης Ιωαννίδης, ο ίδιος δηλαδή άνθρωπος που ως «αόρατος δικτάτορας» οργάνωσε το καταστροφικό πραξικόπημα του 1974, είναι μια λεπτομέρεια εξαιρετικά εύγλωττη για τη συνέχεια του βαθέος κράτους σε τούτο τον τόπο.

Μια άλλη πτυχή αυτής της συνέχειας παραθέτουμε σήμερα εδώ. Καταγράφηκε το καλοκαίρι του 2000, τρία χρόνια προτού το καθεστώς Ντενκτάς ανοίξει τα «μη σύνορά» του στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μαζί με την ημιεπίσημη πανηγυρική απόρριψη της διχοτόμησης (1), στα σοκάκια της Λευκωσίας γύρω από την πράσινη γραμμή συναντούσες επίσης πολεμοχαρή συνθήματα με την υπογραφή της ελλαδίτικης Ακροδεξιάς (2), νοσταλγικές αναβιώσεις της εθνικόφρονος πλειοδοσίας του 1963-1974 (3) ή και ακόμη παλιότερων εποχών (4), ενώ δεν έλειπαν και κάποια δείγματα αθέλητου χιούμορ (5-6). Ολα αυτά ωχριούσαν ωστόσο μπροστά στην εγχώρια μίμηση του βερολινέζικου τείχους, ένα χώρο οργανωμένου προσκυνήματος σε μικρή απόσταση από τις τουρκικές προφυλακές, κατάστικτο από εθνικιστικά τουρκοφαγικά γκράφιτι˙ ένα πραγματικό ανθολόγιο εθνικού μίσους, θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και στείρου μεγαλοϊδεατισμού, αδιάψευστο τεκμήριο της άτυπης Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης, στην οποία εξακολουθούσαν να υποβάλλονται μικροί μαθητές, προσκοπάκια, φαντάροι και λοιποί πολίτες (7-13). Ο,τι έπρεπε, δηλαδή, για ψάρεμα στα θολά νερά από τους «εθνικά αδιάλλακτους» ναζί του εθνικού κέντρου (14).

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου