Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012


Στις 12 του Δεκέμβρη είναι η επέτειος της βομβιστικής επίθεσης στην Piazza Fontana το 1969, από τους νεοφασίστες που συνεργάζονταν με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, όπου δολοφονήθηκαν 16 άνθρωποι. Το 17ο θύμα ήταν ο εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους αναρχικός Giuseppe Pinelli, που κατηγορήθηκε για τους βομβισμούς αυτούς και που δολοφονήθηκε έπειτα από την αστυνομία. Ο θάνατός του, καθώς και όλη η διαμάχη, αλλά και οι δίκες που την ακολούθησαν, αποκάλυψαν τη λεγόμενη «στρατηγική της έντασης». Ο Pinelli ήταν αθώος και οι βομβισμοί στην Piazza Fontana ήταν μια κρατική σφαγή.

Ο Giuseppe «Pino» Pinelli γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 21 Οκτωβρίου 1928. Οι γονείς του ήταν οι Alfredo Pinelli και Rosa Malacarne. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του έζησε στην περιοχή όπου γεννήθηκε, το προάστιο Porta Ticinese του Μιλάνου. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο, άρχισε να εργάζεται, αρχικά ως σερβιτόρος και αργότερα ως αποθηκάριος. Συνέχισε, όμως, να αυτομορφώνεται κάτι που ήταν ισόβια συνήθειά του. Το 1944, σε ηλικία 16 χρόνων, συμμετείχε στην αντιφασιστική αντίσταση μέσα από την ταξιαρχία «Franco», συνεργαζόμενος με μια ομάδα αναρχικών ανταρτών, ερχόμενος για πρώτη φορά σε επαφή με την ελευθεριακή σκέψη.

Το 1954 άρχισε να εργάζεται στους σιδηροδρόμους. Το 1955 παντρεύτηκε με την Licia Rognoni με την οποία συναντήθηκε σε κάποια βραδινά μαθήματα της γλώσσας εσπεράντο που παρακολουθούσε. Απέκτησαν δύο κόρες, τη Silvia και τη Claudia. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συγκροτήθηκε στο Μιλάνο μια ομάδα νέων αναρχικών, η Gioventu Libertaria (Ελευθεριακή Νεολαία), με λίγο παραπάνω από 20 μέλη, ανάμεσά τους και τον Amedeo Bertoli, ο οποίος το 1962 απασχόλησε τους τίτλους ων εφημερίδων ως μέλος μιας ομάδας που απήγαγε τον Ισπανό υποπρόξενο στο Μιλάνο, πιέζοντας για την μετατροπή σε ισόβια της θανατικής καταδίκης ενός αναρχικού στη φρανκική Ισπανία.

Ο Pinelli – Pino για τους φίλους και τους συντρόφους του – σε ηλικία 35 χρόνων τότε ήταν το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της ομάδας, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα: η εύθυμη και πρόσχαρη προσωπικότητά του τον έκανε «καλό σύντροφο». Το 1965, μετά από δέκα χρόνια χωρίς την ύπαρξη κάποιας τοπικής ομάδας, ο Pino ήταν μεταξύ των ιδρυτών του «Κύκλου Sacco και Vanzetti», στα γραφεία του οποίου στην οδό Murillo πραγματοποιήθηκε μια συγκέντρωση νέων αναρχικών απ’ όλη την Ευρώπη το 1965. Οι αρχές ανάγκασαν σε έξωση τον Κύκλο, αλλά οι αναρχικοί του Μιλάνου την 1η Μάη 1968 εγκαινίασαν τη «Λέσχη Αναρχικών Ghisolfa della Ponte» στο Piazzale Λουγκάνο στα περίχωρα της εργατικής περιοχής La Bovisa.

Το 1968 φυσούσαν και στο Μιλάνο οι άνεμοι της εξέγερσης στη Γαλλία. Ο Pinelli ήταν δραστηριοποιημένος σε πολλά μέτωπα: Ως αναρχικός, ήταν ένας από εκείνους που κράτησαν ανοικτή τη λέσχη Ghisolfa della Ponte, οργανώνοντας εκεί μια πολύ καλή δανειστική βιβλιοθήκη και μια σειρά βραδινών διαλέξεων. Χρησιμοποιώντας το δικαίωμα του να ταξιδεύει δωρεάν (ως σιδηροδρομικός υπάλληλος), ήρθε σε άμεση επαφή με συντρόφους από άλλες περιοχές της χώρας, μεταξύ των οποίων οι Luciano Farinelli στην Αγκώνα, Aurelio Chessa στην Πιστόια και Umberto Marzocchi στη Savona. Βρισκόταν, επίσης, σε συχνή επαφή με τον Alfonso Failla στο Marina Di Carrara, όπου έκανε διακοπές με την οικογένειά του. Ως εργαζόμενος, ο Pinelli συμμετείχε, επίσης, στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων, βοηθώντας ειδικά στην επανίδρυση της αναρχοσυνδικαλιστικής USI, με το άνοιγμα λεσχών σε αρκετά μέρη. Συμμετείχε, επίσης ενεργότατα στην επιτροπή βάσης CUB που δραστηριοποιούνταν στο χώρο των συγκοινωνιών και μεταφορών του Μιλάνου.

Επικρατούσε τότε μεγάλος ενθουσιασμός στους αναρχικούς κύκλους του Μιλάνου και αρκετές ελευθεριακές ομάδες συγκροτήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε αρκετά γυμνάσια και εργοστάσια, όπου οι αναρχικοί εργαζόμενοι μοίραζαν συχνά προκηρύξεις νωρίς το πρωί. Εκδόθηκαν, επίσης, αρκετά βιβλία και μπροσούρες, ενώ μερικές από τις παλαιότερες αναρχικές εφημερίδες αναβαθμίστηκαν. Οι αναρχικοί του Μιλάνου αισθάνθηκαν την ανάγκη να ανοίξουν ένα δεύτερο κέντρο (λέσχη), αυτή τη φορά στο νότιο μέρος της πόλης. Μεταξύ εκείνων που ασχολήθηκαν ενεργά με την όλη προετοιμασία και το άνοιγμα της λέσχης Scaldasole (στην περιοχή Ticinese) ήταν και ο Pinelli.

Στις 25 Απριλίου 1969, δύο βόμβες εκρήγνυνται στον Κεντρικό Σταθμό και στο Εκθεσιακό Κέντρο του Μιλάνου. Οι έρευνες κατευθύνθηκαν αμέσως προς τους ελευθεριακούς κύκλους και διάφοροι αναρχικοί συνελήφθηκαν. Η καταστολή αυτή ήταν η έναρξη μιας εκστρατείας ποινικοποίησης η οποία έλαβε περαιτέρω ώθηση τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, όταν άλλες εκρήξεις βομβών σε τραίνα χρεώθηκαν αβίαστα στους αναρχικούς. Υπήρξε, επίσης, μια φήμη ότι ο Pinelli, ο αναρχικός εργαζόμενος των σιδηροδρόμων, ίσως εμπλέκεται στις εκρήξεις αυτές. Ο Pinelli και η ομάδα στην οποία ανήκε, η «Bandiera Nera» («Μαύρη Σημαία»), κατήγγειλαν αμέσως αυτή τη «μαύρη» προπαγάνδα και φημολογία και συγκρότησαν –στο πρότυπο του βρετανικού Αναρχικού Μαύρου Σταυρού που συγκροτήθηκε σχεδόν την ίδια εποχή, καθώς και του ρώσικου Αναρχικού Μαύρου Σταυρού από τη δεκαετία του 1920– τον Αναρχικό Μαύρο Σταυρό, μια ειδική ομάδα επιφορτισμένη με την αλληλεγγύη στους συλληφθέντες συντρόφους και με την κυκλοφορία ενός δελτίου αντιπληροφόρησης.

Ο Pinelli ήταν πασίγνωστος αναρχικός και με μεγάλη φήμη στο Μιλάνο και είχε κληθεί αρκετές φορές στο κτίριο της αστυνομίας για άδειες για διαδηλώσεις, συνεδριάσεις κ.λπ. Το δε πρόσωπο με το οποίο είχε έρθει αρκετές φορές σε επαφή ήταν ένας νέος αστυνομικός επιθεωρητής, προσιτός με τον τρόπο του, κομψός και φιλικός, ο Luigi Calabresi. Έτσι, όταν το απόγευμα της 12 Δεκέμβρη 1969, αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση στην Piazza Fontana, ο Calabresi πήγε στην αναρχική λέσχη Scaldasole και ζήτησε από τον Pinelli να τον ακολουθήσει στο κτίριο της αστυνομίας. Ο Pinelli δέχτηκε εύκολα, πήρε τη μηχανή του και ακολούθησε το αυτοκίνητο των αστυνομικών.

Στο κτίριο της αστυνομίας, ο Pinelli βρήκε πολλούς αναρχικούς του Μιλάνου σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Μέσα σε 48 ώρες, βάσει των τότε νόμων, οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες απελευθερώθηκαν και μόνο μερικοί μεταφέρθηκαν στη φυλακή San Vittore, ανάμεσά τους και ο Pinelli που τέθηκε υπό κράτηση περισσότερο από ό,τι προέβλεπε ο νόμος και τον ανακρίθηκε. Κατόπιν, γύρω στα μεσάνυχτα της 15 προς 16 Δεκέμβρη, το σώμα του «πετάχτηκε» έξω από ένα δωμάτιο του τέταρτου ορόφου και χτύπησε στο έδαφος. Ο Pinelli πέθανε, υποκύπτοντας στα τραύματά του στο νοσοκομείο Fatebenefratelli, λίγο αργότερα την ίδια νύχτα.

Η πολιτική και νομική συνέχιση της υπόθεσης της δολοφονίας του Pinelli, σε συνδυασμό με ολόκληρη την ιστορία της σφαγής της Piazza Fontana, ειδικά με την «υπόθεση Valpreda», κατέδειξαν την πλήρη αποτυχία των κρατικών και αστυνομικών σεναρίων. Ακολούθησαν αρκετές αδέξιες προσπάθειες να σταματήσει η υπόθεση που κατέληξαν στη διατριβή του δικαστή Gerardo D’Ambrosio. Από την άλλη, δεκάδες βιβλίων, κινηματογραφικών ταινιών, θεατρικών έργων, έργων τέχνης και τραγουδιών αφιερώθηκαν στον Pinelli και τη δολοφονία του και όχι μόνο στην Ιταλία. Αναφέρουμε μόνο δύο: το θεατρικό έργο «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» του Dario Fo, ο οποίος πήρε πρόσφατα το Νόμπελ, και τον πίνακα ζωγραφικής του Enrico Baj.

Για περισσότερες πληροφορίες για τη σφαγή της Piazza Fontana και τη «στρατηγική της έντασης» (με τις βομβιστικές επιθέσεις των φασιστών που οργανώθηκαν από τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες), υπάρχει το βιβλίο του Lucio Lanza «Μυστικά και βόμβες: Piazza Fontana» (1969), που υπάρχει και στο Christiebooks.com>>

* Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον Paolo Finzi και δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα «Sicilia Libertaria» («Ελευθεριακή Σικελία»»), τον Δεκέμβρη του 2005. Δημοσιεύτηκε, επίσης, στο «Δελτίο της βιβλιοθήκης Kate Sharpley» (KSL), τεύχος 48, Οκτώβρης 2006, καθώς και στο www.anarkismo.net – ελληνική μετάφραση «Ούτε Θεός – Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, 15 Δεκέμβρη 2006. Από Αυγή Πλατσή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου