Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Το ιδεολόγημα της τρισχιλιετούς ύπαρξης του ελληνικού έθνους

Η ιστορική έρευνα είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι και η χαρά της αναζήτησης μέσω του νοερού ταξιδιού σε άλλες εποχές, κάτι το απερίγραπτο ακόμη και για έναν ερασιτέχνη αναζητητή, αρκεί ο αναζητητής (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης) να έχει “ανοιχτό” το μυαλό του (open mind) για να δεχτεί τις πληροφορίες που θα ανακαλύψει χωρίς να χρειαστεί να τις ρετουσάρει, να τις σουλουπώσει, να τις εξωραΐσει, να τις προσαρμόσει εν ολίγοις στα δικά του πιστεύω, όποια κι αν είναι αυτά.

Ο ιστορικός εξετάζει κάθε εποχή με βάση τα τότε δεδομένα και συμφραζόμενα. Το έργο του είναι πλήρως απαλλαγμένο από τελεολογικές καταναγκαστικές μέριμνες. Αν δεν είναι, τότε θα πρέπει να διατάξει έτσι τα ιστορικά γεγονότα ώστε αυτά να προαναγγέλλουν τα μελλούμενα.

Προσωπικά, διαβάζοντας την ιστορία με μεγάλο κέφι και μεράκι, ανακαλύπτω συνεχώς καινούργια πράγματα και δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να αναδιατάξω την σκέψη μου, αν αυτά που διάβασα αποδεικνύουν ότι κάπου η σκέψη μου αυθαιρετούσε ή απλώς επικρατούσε κάποια σύγχυση μέσα μου.

Το δύσκολο, το τιτάνιο, το ακατόρθωτο, το αχρείαστο κατά την γνώμη μου, έρχεται όταν ο αναζητητής ψάχνει όχι για να βρει αλλά για να δικαιολογήσει.

Έτσι, οι ασπαζόμενοι την θεωρία της συνέχειας του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες -ή οι πιο διπλωμάτες, την θεωρία της συνέχειας κάποιου ασαφούς και απροσδιόριστου ελληνισμού- ψάχνουν κάθιδροι, και όταν βρίσκουν κάτι που δεν συνάδει με την θεωρία που υπηρετούν (και πιστέψτε με, σχεδόν τίποτα δεν συνάδει, και πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού προσπαθούνε να αποδώσουν αναδρομικά ιδιότητες και αυτοπροσδιορισμούς του σήμερα σε κοινωνίες του χθες) τότε ή θα το προσπεράσουνε, ή θα το δικαιολογήσουνε, ή τέλος πάντων θα το προσαρμόσουνε στην θεωρία που υπηρετούν.

Ο Π.Λέκκας γράφει εύστοχα επ’αυτού:
“Ακόμη κι όταν η ανασκάλευση του παρελθόντος δεν αποδίδει άμεσους καρπούς, η εθνικιστική ιδεολογία δεν διστάζει να καταφεύγει στην εφεύρεση ή, συχνότερα, στην προσάρτηση και την ιδιοποίηση ψηγμάτων του παρελθόντος, για να σφραγίσει λογικά ή χρονολογικά κενά στην απόδειξη της συνέχειας του παρελθόντος με το παρόν [1].

[…] Οι κοινοί τόποι εθνικισμού και ρομαντισμού, αρκετοί και κρίσιμοι: έμφαση στο συναίσθημα και την φαντασία, εξιδανίκευση του παρελθόντος, αποθέωση του κράτους, συνειδητή υπαγωγή του ατόμου στην κοινότητα” [2].

Ειλικρινά δεν θα ήθελα να είμαι στην θέση κάποιου τέτοιου αναζητητή και να ενεργώ κατ’ ουσίαν ως ένα κομματικό όργανο. Φυσικά άνθρωποι που μετέχουν πρόθυμα σε κόμματα, όπου ακόμη και η ίδια η πραγματικότητα υποτάσσεται συνειδητά στο κομματικό συμφέρον, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να παρουσιάσουν μια διαθλασμένη εικόνα της ιστορίας, η οποία εκλαμβάνεται με βάση το εθνικό συμφέρον και μόνο.



Με βάση τα παραπάνω, ας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Σήμερα, η εθνική θεώρηση της ιστορίας λέει ότι το Βυζάντιο ήταν μία ελληνική αυτοκρατορία (τι αντίφαση να οριοθετείται εθνικά μια αυτοκρατορία που από την φύση της δεν είναι εθνική), αυτό διδάσκεται στα σχολεία και αυτό πιστεύει το 99% των Ελλήνων. Ακόμη και ένας ερασιτέχνης όμως αν διαβάσει προσεκτικά την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (της Αναταλικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ορθότερα) θα διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι τα πράγματα δεν είναι όπως παρουσιάζονται και ότι οι προβολές των σημερινών δεδομένων σε παλαιότερες κοινωνίες παρουσιάζουν εγγενείς αδυναμίες, συχνάκις δε οδηγούν σε κωμικοτραγικές καταστάσεις. Αυτές τις μέρες διαβάζω τον 7ο τόμο («Βυζαντινός Ελληνισμός, Υστεροβυζαντινοί χρόνοι») της «Ιστορίας των Ελλήνων» των εκδόσεων ΔΟΜΗ [3].

Το κεφάλαιο με τίτλο «Οι ανορθωτικές προσπάθειες της Δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185) και η εποχή των σταυροφόρων» το οποίο διαβάζω, έχει συγγράψει ένας νέος και φέρελπις ιστορικός από την Κύπρο, ο Ανθούλλης Δημοσθένους , δρ.Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Αιγαίου [4].

Το κεφάλαιο αναφέρεται στην εποχή του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078). Λόγω της κινηματογραφικής ταχύτητας με την οποία εναλλάσσονται τα γεγονότα, αλλά και λόγω της τραγελαφικότητας αυτών, θα μου επιτρέψετε να τα περιγράψω με μια δόση χιούμορ- εύχομαι να με συγχωρήσει ο κ.Δημοσθένους:



«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρίσκεται σε δεινή θέση, έπειτα από την συντριβή στο Ματζικέρτ (1071) από τους Σελτζούκους. Ο Μιχαήλ για να μπορέσει να αναχαιτίσει τους εχθρούς στηρίχθηκε σε μισθοφόρους, η αφοσίωση των οποίων είχε να κάνει αποκλειστικά με υλικά οφέλη και οικονομικού χαρακτήρα απολαβές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Δυτικοί ηγέτες των μισθοφόρων, όπως οι Νορμανδοί Κρισπίνος, Ερβέβιος Φραγκόπουλος και Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος, να λειτουργήσουν σαν εκκρεμές ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους, ανάλογα με το ποιος τους δελέαζε περισσότερο με αξιώματα, τιμές και κυρίως χρήματα. Συγκεντρώνει λοιπόν στρατό ο αυτοκράτορας Μιχαήλ και θέτει επικεφαλής του, τον Νορμανδό μισθοφόρο Ρουσέλιο και τον Ισαάκιο Κομνηνό. Πολύ σύντομα όμως ο Ρουσέλιος αποστατεί και έτσι ο αυτοκράτωρ για να τον αντιμετωπίσει (έχει και τους Σελτζούκους Τούρκους ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει) στέλνει εναντίον του τον Ιωάννη Δούκα, αλλά αυτός αποτυγχάνει και αιχμαλωτίζεται.

Έτσι, ο Ρουσέλιος αποφασίζει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Στρατοπεδεύει λοιπόν έξω από την Πόλη (στην Χρυσούπολη) όπου πυρπολεί και λεηλατεί τα πάντα, έχοντας πάντα όμηρο-αιχμάλωτο τον Ιωάννη Δούκα. Τι να κάνει λοιπόν ο αυτοκράτορας που ενώ έστειλε τον μισθοφόρο Νορμανδό Ρουσέλιο να τα βάλει με τους Σελτζούκους, αυτός στράφηκε εναντίον του και απειλεί την ίδια την Πόλη; Μα… συμμαχεί με τους Σελτζούκους Τούρκους, δηλαδή τον λιγότερο επικίνδυνο εχθρό σε αυτή τη φάση! Έτσι ο Ρουσέλιος αποκρούεται και υποχωρεί στην Νικομήδεια. Κατά την υποχώρησή του όμως, τι κάνει ο αθεόφοβος; Αναδεικνύει τον όμηρό του, τον Ιωάννη Δούκα σε αυτοκράτορα του Βυζαντίου, με σκοπό την διάσπαση των υπηκόων της Αυτοκρατορίας! Ο Μιχαήλ όμως συμμαχεί με τους Τουρκομάνους Αρτακίδες που πετσοκόβουν τον Ρουσέλιο και τον συλλαμβάνουν μαζί με τον όμηρό του, τον Ιωάννη Δούκα. Οι Τουρκομάνοι όμως έχουν δύο κελεπούρια στα χέρια τους που πρέπει να «πιάνουν» καλά λεφτά. Οπότε ζητάνε λύτρα και για τους δύο. Οι βυζαντινοί εξαγοράζουν τον Ιωάννη Δούκα, ενώ τον Ρουσέλιο τον εξαγοράζει … η γυναίκα του (δεν ξέρω αν αυτός θα έκανε το ίδιο γι’αυτήν). Ο Ιωάννης Δούκας, για να μην χάσει το κεφάλι του για την αποκοτιά του να δεχθεί να γίνει αυτοκράτορας στην θέση του αυτοκράτορα, γίνεται μοναχός και έτσι γλιτώνει (στρίβειν διά του μοναχισμού). Ο Ρουσέλιος όμως –χάρη στη γυναίκα του- κυκλοφορεί ελεύθερος και είναι δημόσιος κίνδυνος. Τι να κάνει ο αυτοκράτορας, στέλνει τον Νικηφόρο Παλαιολόγο στον Γεώργιο Β’, βασιλιά της Γεωργίας και της Αβασγίας (άρχοντα Αλανίας) που είναι και κουνιάδος του και τον παρακαλεί να δώσει μισθοφόρους στον Νικηφόρο Παλαιολόγο για να αντιμετωπιστεί ο Ρουσέλιος. Έτσι και γίνεται, όμως επειδή οι μισθοφόροι αλανοί δεν πληρώθηκαν όπως είχε συμφωνηθεί, την έκαναν με ελαφρά και άφησαν τον Νικηφόρο Παλαιολόγο με κάτι λίγους βυζαντινούς να τα βάλουν με κοτζάμ Ρουσέλιο, ο οποίος φυσικά και τους συνέτριψε. Άντε πάλι από την αρχή. Ο απηυδυσμένος αυτοκράτορας απευθύνεται αυτή τη φορά στον νεαρό στρατηγό Αλέξιο Κομνηνό. Αυτός, προσπαθεί να πείσει τους Τουρκομάνους Αρτακίδες (οι οποίοι στο μεταξύ έγιναν συνεργάτες του Ρουσέλιου!) να συμμαχήσουν με τον Αυτοκράτορα. Έτσι, οι Τουρκομάνοι (αφού πήραν περισσότερα χρήματα και άλλαξαν και πάλι στρατόπεδο) συνέλαβαν τον Ρουσέλιο (επιτέλους τον πιάσαμε τον κερατά) και τον παρέδωσαν χειροπόδαρα στον Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος τον μετέφερε στην Πόλη. Έτσι, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ησύχασε από τον μπελά του Ρουσέλιου που αναστάτωσε όλη την Μικρά Ασία. Ησύχασε λοιπόν; Μπα…

Στα Βαλκάνια επαναστάτησαν οι Πετσενέγγοι. Στέλνει λοιπόν ο Μιχαήλ τον Νέστορα, ο οποίος είχε σλαβική καταγωγή και ως σλάβος θα ήταν οικείος σε αυτά τα σλαβικά φύλα για να τα εξευμενίσει. Ο συλλογισμός αν και πολιτικά ορθός, δεν λειτούργησε. Αντίθετα, για άλλη μια φορά, εμφανίστηκε το φαινόμενο του προσεταιρισμού του Βυζαντινού απεσταλμένου από τους εχθρούς. Ο Νέστορας λοιπόν, στράφηκε εναντίον του πρώην εργοδότη του και με σύμμαχους τα σλαβικά φύλα φτάνει έξω από την Πόλη (καλώς τονε τον λεβέντη). Όμως η Πόλη γλίτωσε διότι στο αντίπαλο στρατόπεδο εξυφάνθη μια συνωμοσία εναντίον του Νέστορα, που την έκανε για να σωθεί (δεν ξέρεις από πού να πρωτοφυλαχθείς βρε παιδί μου πια). Και εκεί που πήγαινε ο Μιχαήλ να ηρεμήσει λίγο, να σου και άλλη ανταρσία (μεγάλη γκαντεμιά αυτός ο αυτοκράτορας, δεν ξέρω αν είχε χρόνο και για σεξ…). Ο Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης (δούκας των Ανατολικών) κινήθηκε εναντίον της Πόλης [αμάν πια, μέλι έχει αυτή η πόλη; Κάθε τρεις και λίγο να σου και ένας πολιορκητής]. Φτάνει λοιπόν ο Νικηφόρος τον Οκτώβριο του 1077 στην Πόλη και τον Απρίλιο του 1078 την κυριεύει. Λίγο πριν όμως, αποστατεί και ο Νικηφόρος Βρυέννιος από τα δυτικά και συγκεντρώνει συμμάχους και πλήθος στρατιωτών! Ο Μιχαήλ τα έχει παίξει τελείως. Για να αντιμετωπίσει τον σφετεριστή Νικηφόρο Βοτανειάτη στρέφεται –που αλλού;- στους Σελτζούκους Τούρκους! Για να αντιμετωπίσει όμως τον Βρυέννιο, τον άλλον σφετεριστή, στρέφεται –μαντέψτε που- στον … Ρουσέλιο [τον θυμάστε τον τρελό Νορμανδό μισθοφόρο;]. Ο Ρουσέλιος λοιπόν (αφού πάρει μια καλή προκαταβολή) τσακίζει τον Βρυέννιο. Στο μεταξύ ο Νικηφόρος Βοτανειάτης πλησιάζει τους Σελτζούκους που υποτίθεται ότι έστειλε εναντίον του ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ, και προσεταιρίζεται τον Σελτζούκο Σουλεϊμάν Ιμπν Κουτλουμούς και τις πολύτιμες στρατιωτικές του δυνάμεις. Έτσι, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης κερδίζει το ματς και γίνεται και επίσημα ο νέος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1078) όπου και θα μείνει εκεί για τρία χρόνια. Ο τέως αυτοκράτωρ Μιχαήλ, κουρασμένος και αποκαμωμένος από όλα αυτά, είπε άει σιχτίρ, αποσύρθηκε και έγινε καλόγερος στην Μονή Στουδίου (όχι παίζουμε!) και αργότερα εξελέγη μητροπολίτης Εφέσου!» [5].

Με βάση τα παραπάνω γεγονότα, βρείτε μου εσείς συνέχεια του ελληνικού έθνους, βρείτε μου ελληνικό πολιτισμό, βρείτε μου αυτοπροσδιορισμούς με βάση τον ελληνισμό, βρείτε μου εθνικές συνειδήσεις, βρείτε μου αποκρυσταλλωμένες και συνειδητοποιημένες εθνικές κοινωνικές συμπεριφορές, βρείτε μου ελληνικό Έθνος, βρείτε μου Ελλάδα μέσα σε αυτό το σαλούν, βρείτε μου προβολές της αρχαίας Αθήνας σε αυτό το μπάχαλο, και εγώ θα γίνω η Μαρία Αντουανέτα!

Ο μόνος αυτοπροσδιορισμός τότε ήταν ένας: το χρήμα.

Όλοι πολεμούσαν για όποιον τους πλήρωνε καλύτερα και την κυρία εθνική συνείδηση ούτε που την είχανε ακούσει. Αυτοκράτορες και πατριάρχες ανεβοκατέβαιναν στην εξουσία μέσα από κλίκες και δολοπλοκίες και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξουσία και το χρήμα. Τα ιδανικά του σήμερα απλώς τότε δεν υπήρχαν (και ως μέσο παρακίνησης για την μάζα εχρησιμοποιείτο η θρησκεία όταν ο εχθρός ήταν αλλόθρησκος ή η πίστη στον αυτοκράτορα όταν ο εχθρός ήταν ομόδοξος-ξέρετε, ο λαός αν έχει ιδανικά πεθαίνει πιο πρόθυμα και σκοτώνει χωρίς τύψεις) και οι προσπάθειες της εθνικιστικής διανόησης να προσδώσει εθνική συνείδηση σε κοινωνίες που ο ένας έσφαζε τον άλλον για … μια χούφτα δολάρια, εκτός από ανιστόρητες, είναι –απ’ ότι είδατε με βάση τα γεγονότα που περιέγραψα- αστείες και τραγελαφικές.

Τα προεκτεθέντα ιστορικά γεγονότα θυμίζουν φρενήρεις σκηνές από το underground του Κουστουρίτσα υπό τους ήχους του Bregovic και σε καμία περίπτωση τις εθνοπατριωτικές κορώνες που ακούγονται στις παρελάσεις. Φυσικά ιστορίες (για αγρίους) σαν κι αυτή που διαβάσατε υπάρχουν εκατοντάδες στο Βυζάντιο και όχι μόνο και αποδεικνύουν την απλοϊκότητα και την αντιεπιστημονικότητα του εθνικιστικού λόγου.

doctor

_________________________________________________________ [1] “Το παιχνίδι με τον χρόνο”, Π.Λέκκας, σελ.51. Πληροφορίες για το βιβλίο και τον συγγραφέα: http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2007/12/blog-post_247.html

[2] ο.π. σ. 82.

[3] Τον τόμο επιμελείται ο κ. Αλέξιος Σαββίδης, Καθηγητής Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Για τη συγγραφή της «Ιστορίας των Ελλήνων» συνεργάστηκαν περίπου 150 πανεπιστημιακοί κι ερευνητές, προσεγγίζοντας τα θέματά τους μέσα από «μια εκσυγχρονιστική θέαση της ιστοριογραφίας», σύμφωνα με τον Βασίλη Καρδάση, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Επόπτης του τόμου για την τουρκοκρατία, ο τελευταίος, επισημαίνει τη συμβολή «πολλών νέων αξιόλογων επιστημόνων» στο εκδοτικό αυτό εγχείρημα. Ενα εγχείρημα «που δεν διέπεται από τη λογική της περιγραφής, αλλά από τη λογική της ερμηνείας των γεγονότων» και του οποίου τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές έθεσαν, μεταξύ άλλων, οι καθηγητές του ΑΠΘ Γιώργος Αναστασιάδης και Γιώργος Μαργαρίτης, ο καθηγητής Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Αλέξιος Σαββίδης, η ιστορικός Αφροδίτη Καμάρα και ο Ιωάννης Μεταξάς από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Βλ. περισσότερα: http://www.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=04.06.2006,id=81388900

[4] Ο Ανθούλλης Α. Δημοσθένους γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου στα 1976. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τα έτη 1999-2001 παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα ειδίκευσης της βυζαντινής ιστορίας στο Παν/μιο Αθηνών και τώρα είναι υποψήφιος διδάκτορας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Έχει ασχοληθεί με την επιστημονική έρευνα γύρω από όλο σχεδόν το φάσμα της βυζαντινής ιστορίας. Συστηματικά έχει ασχοληθεί με τη μελέτη της βυζαντινής Κύπρου. Εκτός από το παρόν βιβλίο έχει εκπονήσει δύο ακόμη επιστημονικά άρθρα που αφορούν την Κύπρο L’ empire chypriote 1184-1191, Βυζαντινός Δόμος 12 (2001), και: Το “έθνος των Κυπρίων”, Ιδεολογικές τάσεις στη βυζαντινή Κύπρο (965-1191), Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Λευκωσίας.
http://www.books.gr/ViewAuthor.aspx?AuthorId=1386954

[5] Ελεύθερη χιουμοριστική απόδοση με πηγή τον 7ο τόμο της «Ιστορίας των ελλήνων» της Δομής, σελ.16-24

Πηγή: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/

1 σχόλιο:

  1. Με ολο τον σεβασμο,να κανω μια ρητορικη ερωτηση.Αν τελικα υπαρχει ελληνικό έθνος με κάποια ιστορία,αυτό σημαίνει οτι δικαιώνονται ο Χίτλερ και η χούντα όπως λένε οι τραμπούκοι της χρυσής αυγής;
    'Η να το θέσω αλλιώς; Για να είναι κάποιος αντιφασίστας πρέπει να είναι θιασώτης της μεταμοντέρνας θεωρίας οτι τα έθνη είναι δημιούργημα της βιομηχανικής επανάστασης ή της ''φαντασιακής κοινότητας'' του Μπ. Αντερσον;
    Προσωπικά είμαι αντιφασίστας αλλά πιστεύω οτι υπάρχει ελληνικό έθνος με μια οχι φυλέτική ,αλλά πολιτιστική συνέχεια.
    Θ.Δ

    ΑπάντησηΔιαγραφή