Σε τέσσερις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τις τελευταίες εκλογές. Αυτός ο χρόνος ήταν τόσο πυκνός που μοιάζει να πέρασε μια δεκαετία. Ένας από τους λόγους είναι ότι ξαφνικά μπήκε στο προσκήνιο μια πολιτική δύναμη που έχει αναγάγει τη βία και την ανατροπή της δημοκρατίας σε επίσημο διακηρυγμένο πρόγραμμα, ενώ δεν διστάζει να υμνεί όχι μόνο τη χούντα αλλά τον ίδιο τον Χίτλερ και τον γερμανικό ναζισμό.
Πώς δημιουργήθηκε η Χρυσή Αυγή; Πώς πρόκυψε ένα καθαρά ναζιστικό μόρφωμα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης; Ο στενός ηγετικός πυρήνας της οργάνωσης και ο ίδιος ο «Führer» Μιχαλολιάκος προέρχεται από την προδικτατορική οργάνωση του Κώστα Πλεύρη «Κόμμα Τετάρτης Αυγούστου». Ο Πλεύρης ήταν και παραμένει εθνικοσοσιαλιστής, φανατικός οπαδός του Χίτλερ, αλλά η οργάνωσή του εμφανιζόταν ως μετωπικό φασιστικό σχήμα, το οποίο υπέθαλπε βέβαια ανοιχτά φυλετικές θεωρίες, αλλά στην πολιτική του προπαγάνδα στηριζόταν περισσότερο στις συγκεχυμένες αρχές που είχε κληροδοτήσει σε μερίδες του μεταπολεμικού ελληνικού βαθέος κράτους το μεσοπολεμικό δικτατορικό καθεστώς Μεταξά (1936-1941). Μόλις εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ο Πλεύρης έθεσε την οργάνωσή του στην υπηρεσία της χούντας και ο ίδιος, μαζί με δυο τρεις στενούς συνεργάτες του επιδίωξε να ενταχθεί στο κυβερνητικό σχήμα και να επηρεάσει το καθεστώς προς την κατεύθυνση μιας «εθνικοσοσιαλιστικής» ιδεολογικής συγκρότησης. Σ’ αυτό βρήκε αντίπαλο τον παλιό του δάσκαλο, τον Γεώργιο Γεωργαλά, υπεύθυνο της προπαγάνδας στο στρατιωτικό καθεστώς, ο οποίος επέμενε ότι η μοναδική ιδεολογική σταθερά της χούντας πρέπει να είναι ο αντικομμουνισμός. Έτσι ο Πλεύρης και η Τετάρτη Αυγούστου περιορίστηκαν στην επιρροή που ασκούσαν σε ελάχιστους πραξικοπηματίες, κυρίως τον συνταγματάρχη Λαδά.
Ο Μιχαλολιάκος προσχώρησε στην οργάνωση του Πλεύρη το 1973, σε ηλικία 16 ετών, τη στιγμή που η δικτατορία επιχειρούσε τη νόθα φιλελευθεροποίηση με πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη που κατέληξε στο γνωστό φιάσκο με την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την ανατροπή του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ο δικτάτορας Ιωαννίδης που τον διαδέχτηκε αντιμετώπισε με καχυποψία τους Τεταρταυγουστιανούς, εξαιτίας της στενής τους σχέσης με τον Παπαδόπουλο και δεν είχε κι αυτός καμιά πρόθεση (ούτε δυνατότητα) να μετατρέψει τη διακυβέρνησή του σε ένα φασιστικού τύπου καθεστώς με στήριξη σε οργανωμένη λαϊκή βάση.
Η πτώση της δικτατορίας το 1974 προκάλεσε βέβαια κρίση στο χώρο της Ακροδεξιάς, αλλά υπήρξε ταυτόχρονα και περίοδος επώασης διάφορων τυχοδιωκτικών τρομοκρατικών ενεργειών από ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες διατηρούσαν επαφή με τους Ιταλούς ομοϊδεάτες τους του Ordine Nuovo. Ο Μιχαλολιάκος, μαζί με ορισμένους απ’ αυτούς που θα αποτελούσαν λίγα χρόνια αργότερα τον ιδρυτικό πυρήνα της Χρυσής Αυγής ενεπλάκη σε βίαια επεισόδια, και συνελήφθη μετά το λιντσάρισμα εις βάρος δημοσιογράφων κατά την κηδεία του βασανιστή της χούντας αστυνόμου Μάλλιου τον Δεκέμβριο του 1976. Λίγους μήνες αργότερα ο Μιχαλολιάκος θα συλληφθεί και πάλι, ως υπεύθυνος για την προμήθεια βομβών σε ακροδεξιές οργανώσεις που ποτέ δεν εξαρθρώθηκαν, αλλά ήταν υπεύθυνες για μπαράζ τυφλών εκρήξεων το 1977 και το 1978, στις οποίες προκλήθηκε ο σοβαρός τραυματισμός πολλών πολιτών.
Η Χρυσή Αυγή συγκροτήθηκε γύρω από το ομώνυμο περιοδικό που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1980. Κατά την πρώτη περίοδο, η οργάνωση λειτουργεί ως λέσχη εθνικοσοσιαλιστικής επιμόρφωσης. Δεν είναι ακόμα έτοιμη για το πεζοδρόμιο. Άλλωστε τα επίλεκτα στελέχη της έχουν μόλις απεμπλακεί από αυτές τις κατηγορίες για βομβιστική δράση (Μιχαλολιάκος, Ηλιόπουλος), ενώ ορισμένοι γράφουν άρθρα στο περιοδικό από τις φυλακές Κορυδαλλού, όπου εκτίουν ποινές πολύχρονης φυλάκισης (Αριστοτέλης Καλέντζης).
Για τον αυστηρά ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης μαρτυρούν πληθώρα συμβόλων στα έντυπά της, με κάθε λογής παραλλαγές της σβάστικας, αλλά και το περιεχόμενο των άρθρων του περιοδικού, το οποίο περιορίζεται στον Χίτλερ και τον Ρόζεμπεργκ, ενώ από τους λοιπούς μεσοπολεμικούς φασίστες επιλέγει όσους προσέγγιζαν τον ναζισμό, λ.χ. τον Ρουμάνο Κορνίλιου Κοντρεάνου.
Η πορεία της Χρυσής Αυγής διακόπηκε για λίγους μήνες, όταν ο έγκλειστος στις φυλακές δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέθεσε στον Μιχαλολιάκο τον Σεπτέμβριο του 1984 την ηγεσία της νεολαίας ΕΠΕΝ, του κόμματος που είχε ιδρυθεί για να στεγάσει το σύνολο της Ακροδεξιάς. Τον Ιανουάριο του 1985 ο Μιχαλολιάκος παραιτήθηκε, επειδή όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος αργότερα η ΕΠΕΝ δεν ήταν αρκετά αντισημιτική.
Αυτή η επιφυλακτική στάση απέναντι στα άλλα κομμάτια της Ακροδεξιάς θα σημαδέψει τη Χρυσή Αυγή μέχρι σήμερα. Ενώ κατά καιρούς συνεργάστηκε με όλα τα ρεύματα του χώρου –χουντικούς, βασιλικούς- και τις προσωπικότητες που διεκδικούσαν την αρχηγία (Πλεύρης, Βορίδης), καμιά απ’ αυτές τις συνεργασίες δεν στέριωσε. Ο λόγος ήταν ότι νόθευαν τον καθαρό ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης και σκόνταφταν στην ανοιχτή βία που αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί το κεντρικό προπαγανδιστικό μήνυμά της.
Η πολιτική συγκυρία που επέτρεψε στη Χρυσή Αυγή να βγει από το περιθώριο ήταν ο εθνικιστικός παροξυσμός για το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο οποίος συνέπεσε με την υπερπροβολή –σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένη- της εγκληματικότητας των νεοφερμένων Βαλκάνιων μεταναστών από την επίσης νεοφώτιστη ιδιωτική τηλεόραση. Τον Δεκέμβριο του 1992 η οργάνωση θα κάνει αισθητή την παρουσία της στο μεγάλο συλλαλητήριο της Αθήνας και θα προβάλει πρώτη φορά τις βίαιες επιθέσεις της εναντίον όσων θεωρεί «προδότες», δηλαδή τους αντιεθνικιστές της Αριστεράς και τους αντιεξουσιαστές.
Οι αρχές θα περιοριστούν σε απλές προσαγωγές Χρυσαυγιτών που αμέσως θα αφεθούν ελεύθεροι. Από εκείνη τη στιγμή η βίαιη δράση της οργάνωσης θα πυκνώσει. Συνεχείς επιθέσεις εναντίον αντιφασιστών, αριστερών ή απλώς τυχαίων στόχων, κυρίως γύρω από τα γραφεία της που τότε βρίσκονταν στην περιοχή της Κυψέλης, κοντά στο σημερινό της άντρο, στη συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα.
Με σταθμό τον ειδικό ρόλο που έπαιξε στα επεισόδια του Πολυτεχνείου του 1995, δίπλα στις δυνάμεις των ΜΑΤ, η Χρυσή Αυγή συνεχίζει την αιματηρή της δράση. Ελάχιστες από τις επιθέσεις της εξιχνιάζονται, ενώ οι ποινές συνήθως είναι με αναστολή ή εξαγορά. Εξαίρεση η καταδίκη του υπαρχηγού της Αντώνιου Ανδρουτσόπουλου, του περιβόητου Περίανδρου, για τη δολοφονική επίθεση έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων με στόχο τρεις νέους με δράση στην Αριστερά, τον Ιούνιο του 1978.
Η υπόθεση αυτή θα εξιχνιαστεί μετά από πολλά χρόνια και ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 1167/2010 θα αναφερθεί στην εγκληματική πράξη όχι μόνο του κατηγορουμένου αλλά μιας δεκαμελούς ομάδας της Χρυσής Αυγής που έδρασε οργανωμένα και με σχέδιο. Αυτή και άλλες παρόμοιες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις περιγράφουν με σαφήνεια τον τρόπο δράσης της οργάνωσης. Επιβεβαιώνουν δηλαδή ότι η παραβατική έως εγκληματική δράση των στελεχών της πραγματοποιείται στο πλαίσιο της οργάνωσης και όχι ως ατομική εκτροπή από τη νομιμότητα. Όμως ποτέ δεν αποτέλεσαν στοιχείο μιας κοινοβουλευτικής ή δικαστικής έρευνας για το σύνολο της δράσης της, και ουδέποτε αμφισβητήθηκε η παρουσία της στο πλαίσιο του νόμου.
Μια ναζιστική οργάνωση
Με βάση την ιδεολογία, τη δράση και τη συγκρότησή της, ο μόνος χαρακτηρισμός που αρμόζει στη Χρυσή Αυγή είναι αυτός της ναζιστικής οργάνωσης. Δεν πρόκειται ούτε για «ακροδεξιά» ούτε για «φασιστική» εν γένει οργάνωση. Μάλιστα για τον ιστορικό ιταλικό φασισμό υπάρχουν και κριτικά κείμενα που φιλοξενούνται στα έντυπα της Χρυσής Αυγής. Το ίδιο συμβαίνει και με το μεσοπολεμικό δικτατορικό καθεστώς Μεταξά, αλλά και τη δικτατορία των συνταγματαρχών, που επικρίνονται πάντα υπό το πρίσμα του «απόλυτου» εθνικοσοσιαλισμού. Από το καθεστώς Μεταξά η Χρυσή Αυγή ξεχωρίζει και εκθειάζει τον ακραιφνή εθνικοσοσιαλιστή Σκυλακάκη, ενώ για τον ιταλικό φασισμό αναδημοσιεύει και υιοθετεί την κριτική του θεωρητικού του ναζισμού Ότο Ντίτριχ, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της ανωτερότητας του εθνικοσοσιαλισμού.
Το μόνο που πρόσθεσε η Χρυσή Αυγή στον ναζισμό είναι η «ελληνικότητά» του, με την επίκληση της ελληνικής αρχαιότητας ως πρώτου μοντέλου της φυλετικής κοινότητας βίας που η οργάνωση επιθυμεί να εγκαθιδρύσει. Βέβαια και σ’ αυτό το σημείο η ανάγνωση της αρχαιότητας από τη Χρυσή Αυγή πραγματοποιείται μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των θεωρητικών του ναζισμού, κυρίως του Ρόζενμπεργκ αλλά και των αποκρυφιστών της Άνενέρμπε (Ahnenerbe) και του Χίμλερ.
Για την ιδιότυπη χρήση της αρχαιοελληνικής παράδοσης αρκεί η εικόνα των μαύρων ασπίδων της οργάνωσης με τους κέλτικους σταυρούς, αλλά και ορισμένες ομιλίες των στελεχών της, όπως του Ηλία Κασιδιάρη τον Ιούλιο του 2008 μπροστά στο μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Δήλωσε τότε ο Κασιδιάρης: «Και αναμένουμε τη στιγμή της μεγάλης αντεπίθεσης, βαδίζοντας στα χνάρια της αρχαίας Κρυπτείας που έπληττε αθόρυβα μέσα στο απόλυτο σκότος και τη σιωπή τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλεως».
Μ’ άλλα λόγια, ο υπεύθυνος Τύπου της οργάνωσης, απευθυνόμενος στους συναγωνιστές του, τους καλεί να πλήξουν «αθόρυβα» και στο «σκοτάδι» τους «εσωτερικούς εχθρούς», δηλαδή τους «λαθρο»μετανάστες και τους «ανθέλληνες» πολιτικούς τους αντιπάλους. Δεν υπάρχει πιο ωμή περιγραφή της σκοτεινής δράσης των μαχαιροβγαλτών της νεοναζιστικής ομάδας. Όσο για την «Κρυπτεία», στα χνάρια της οποίας βαδίζει η Χρυσή Αυγή, είναι το γνωστό έθιμο των Σπαρτιατών, στο οποίο αναφέρονται αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς, και σύμφωνα με το οποίο οι νέοι της πόλης όφειλαν να δολοφονήσουν τη νύχτα έξω από την πόλη κάποιον είλωτα, έχοντας εξασφαλισμένη την ατιμωρησία.
Κάποιοι μπερδεύονται από ορισμένες δημόσιες δηλώσεις στελεχών της οργάνωσης, με τις οποίες η οργάνωση εμφανίζεται ως απλά «εθνικιστική» ή κάποιες άλλες, στις οποίες μοιάζει να αναθεωρούνται οι άμεσες φιλοναζιστικές αναφορές. Πρόκειται για εσκεμμένη παραπλάνηση. Η ιδιαιτερότητα της Χρυσής Αυγής ως οργάνωσης έγκειται ακριβώς στην άρνησή της να μετατοπιστεί από τις παλιές της δοξασίες.
Ακόμα και σήμερα, αν παρακολουθήσει κανείς τον ιστότοπό της θα συναντήσει εκτενή «ιδεολογικά» κείμενα στα οποία διατυπώνεται η πίστη της στους κλασικούς του ναζισμού, ενώ ο αντισημιτισμός παραμένει κεντρικό στοιχείο της προπαγάνδας της, αλλά συγκροτεί και την πολιτική της σκέψη. Όσο για τα βιβλία που πουλάει σήμερα η οργάνωση, είναι κι αυτά αυστηρά περιορισμένα από τις εθνικοσοσιαλιστικές σταθερές.
Αλλά η πιο πανηγυρική ταύτισή της με τον ναζισμό βρίσκεται ρητά διατυπωμένη στα πιο πρόσφατα επίσημα κείμενά της. Πριν από λίγο καιρό δημοσιεύτηκε το ιδεολογικό της μανιφέστο με τίτλο «Χρυσή Αυγή, ένα κίνημα ιδεολογικό». Στο τελευταίο κεφάλαιο του μανιφέστου ξεκαθαρίζεται: «Το εάν εμείς οι Χρυσαυγίτες είμαστε ή δεν είμαστε ‘φασίστες’, συνδέεται άμεσα με την έννοια που δίνουν στον όρο ‘φασισμός’». Και λίγο παρακάτω: «Η Χρυσή Αυγή δεν είναι κίνημα φασιστικό ή ναζιστικό. Στο επίκεντρο του φασισμού δεν είναι το έθνος-φυλή, αλλά το κράτος! Εξετάζοντας, λοιπόν, ιδεολογικά το θέμα, το κίνημά μας δεν είναι δυνατόν να έχει σχέση με τον φασισμό, ο οποίος υπήρξε μια έκφανση κυρίως του Ιταλικού κρατισμού. Εμείς, όμως, ούτε ‘κρατιστές’ είμαστε, ούτε Ιταλοί (!), όπως δεν είμαστε επίσης Γερμανοί και ναζιστές. Είμαστε υπερήφανοι για την καταγωγή μας Έλληνες Εθνικιστές! Για εμάς, στον σκληρό πυρήνα της Πίστης μας ευρίσκεται το Έθνος-Φυλή, ο Αιώνιος Ελληνισμός και όχι το κράτος και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα οι χαρακτηρισμοί φασίστες ή νεοναζί, τους οποίους μας αποδίδουν».
Για όποιον καταλαβαίνει ελληνικά, η διατύπωση είναι παραπάνω από σαφής. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να λέει ότι δεν είναι ναζιστική αλλά παραδέχεται την εμμονή της στη θεωρία του «εθνοφυλετισμού», δηλαδή τον πυρήνα της εθνικοσοσιαλιστικής «κοσμοθεωρίας», αυτής της κατεξοχήν «πολιτικής θρησκείας» του 20ού αιώνα. Η ίδια ως πολιτικό μόρφωμα αυτοπροσδιορίζεται ως «Λαϊκός Σύνδεσμος» και το καθεστώς που θέλει να εγκαθιδρύσει το ονομάζει «Λαϊκή Κοινότητα». Οι όροι αυτοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μετάφραση της ναζιστικής Volksgemeinschaft, της κοινωνικής δομής που οραματίστηκαν οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές βασισμένοι στο δόγμα «Αίμα και Γη».
Αυτός είναι ο λόγος που, αντίθετα από τις προβλέψεις πολλών, η Χρυσή Αυγή δεν μεταμορφώθηκε μετά την είσοδό της στη βουλή σε ένα ήπιο «κοινοβουλευτικό» ακροδεξιό μόρφωμα κατά το πρότυπο του ΛΑΟΣ ή άλλων ευρωπαϊκών οργανώσεων που απέβαλαν τα ακραία ριζοσπαστικά στοιχεία του χαρακτήρα τους ως τίμημα για την αναρρίχηση στην εξουσία. Αντίθετα, η Χρυσή Αυγή ανεβάζει συνεχώς τον πήχη της άσκησης βίας υπό το φως των τηλεοπτικών προβολέων, αδιαφορώντας ή μάλλον προκαλώντας σκόπιμα τη δημοκρατική τάξη.
Η βία για τη Χρυσή Αυγή αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής της. Η βία είναι το πολιτικό της μήνυμα. Δεν είναι μέσο, όπως συμβαίνει για άλλες μορφές πολιτικής βίας. Αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα, σε μια εποχή βαθιάς κρίσης σαν τη σημερινή. Η βία, ως απάντηση ή συμπλήρωμα στην πραγματική και συμβολική βία που υφίσταται καθημερινά ο πολίτης στη σημερινή συγκυρία, όχι μόνο δεν στοιχίζει σε δημοφιλία στην οργάνωση, αλλά αποτέλεσε το βάθρο για τη δημοσκοπική αρχικά και εν συνεχεία εκλογική εκτίναξη των ποσοστών της.
Η διερεύνηση των λόγων που βοήθησαν τη Χρυσή Αυγή να αποκτήσει ξαφνικά από 23.000 ψήφους το 2009 440.000 το 2012 είναι κρίσιμο ζήτημα. Ασφαλώς η πολύπλευρη οικονομική κρίση παίζει τον κύριο ρόλο, αλλά δεν θα είχαμε τα σημερινά αποτελέσματα αν ακόμα κι αυτό το απαξιωμένο και ανίκανο πολιτικό σύστημα, όταν διαπίστωσε τα πρώτα σημάδια της απήχησής της με τις δημοτικές εκλογές του 2010, δεν θεωρούσε ότι πρέπει να μιμηθεί τη Χρυσή Αυγή, να υποκύψει στη θεματολογία και τη συνθηματολογία της –κυρίως στο μεταναστευτικό- για να προσεταιριστεί τους ψηφοφόρους της. Είναι η λάθος συνταγή, όπως έχει αποδειχτεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου κόμματα του συντηρητικού χώρου έχουν αποπειραθεί να ανταγωνιστούν την Ακροδεξιά στο δικό της επίπεδο του εθνικισμού και της ξενοφοβίας. Παντού αυτή η πολιτική κατέληξε σε μπούμερανγκ.
Η αιφνιδιαστική κατάκτηση μιας έδρας στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας από τον ίδιο τον Αρχηγό της Χρυσής Αυγής, το φθινόπωρο του 2010, με ποσοστό 5,29%, λειτούργησε ως βάθρο για την εκλογική εκτίναξη της οργάνωσης. Συνέβη αυτό που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες: μια δευτερεύουσα εκλογική μάχη να παρέχει σε κόμματα της Ακροδεξιάς την απαραίτητη αναγνωρισιμότητα που τους εξασφαλίζει το δεύτερο βήμα.
Στις προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής πρέπει να συνυπολογίσουμε τη συμμαχική κυβέρνηση Παπαδήμου που νομιμοποίησε τη συμμετοχή ενός ακροδεξιού κόμματος, του ΛΑΟΣ, στην εξουσία, την απάθεια μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος για την τύχη της δημοκρατίας ή καλύτερα την απελπισία του, αλλά και μια σειρά αστικών μύθων που καλλιεργήθηκαν γύρω από την κοινωνική δράση αυτής της οργάνωσης. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη έπαιξαν, όπως συνέβη πριν από χρόνια και με το ΛΑΟΣ, ορισμένα μέσα ενημέρωσης, με πιο σκανδαλώδη την περίπτωση της εφημερίδας που κατέχει την πρώτη θέση στις κυριακάτικες κυκλοφορίες και είναι υπεύθυνη για ανοιχτή προπαγάνδα υπέρ της οργάνωσης, ακόμα και με στημένα ρεπορτάζ.
Η γένεση της Χρυσής Αυγής προσδιόρισε και την εξέλιξή της. Η αποτυχία της να εμφυσήσει την εθνικοσιαλιστική ιδεολογία στο καθεστώς της χούντας σημάδεψε τη μοναχική της πορεία στον εσμό της Ακροδεξιάς που έλαβε ποικίλες πολιτικές και εκλογικές μορφές τις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τη μεταπολίτευση. Από την άλλη, όμως, η μαθητεία της δίπλα σε στελέχη του δικτατορικού καθεστώτος τής επέτρεψε εξαρχής να έρθει σε επαφή με το βαθύ κράτος. Η Χρυσή Αυγή, αντίθετα από ομοειδή μορφώματα στη Δυτική Ευρώπη δεν υπήρξε ποτέ ένα κόμμα απόβλητων, μια οργάνωση παρίας. Είχε πάντα στηρίγματα στην αστυνομία, το στρατό, αλλά ακόμα και τη δικαιοσύνη και την Εκκλησία. Η σημερινή μαζική διείσδυσή της στην ΕΛ.ΑΣ. έχει βάθος δεκαετιών.
Ο ρόλος που παίζει σήμερα η Χρυσή Αυγή είναι αντιγραμμένος από την τακτική του χιτλερικού κόμματος την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αφενός μεν εμφανίζεται ως υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των εργαζομένων καταγγέλλοντας το Μνημόνιο που έχει υπογραφεί μεταξύ Ελλάδας και των δανειστών της (Δ.Ν.Τ., Ε.Ε. και Ε.Κ.Τ.), αλλά από την πίσω πόρτα ταυτίζεται με τις πιο ακραίες αντεργατικές προδιαγραφές: από τη λυσσαλέα υπεράσπιση του αφορολόγητου των εφοπλιστών και την αδιαφορία για τις σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών, μέχρι την εξασφάλιση φτηνής εργατικής δύναμης στους μεγαλοεπιχειρηματίες, με τους οποίους συναλλάσσεται. Για την ακρίβεια ο αντιμνημονιακός της λόγος αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι το Μνημόνιο το επιβάλλουν οι «ξένοι», διαμορφώνοντας συνθήκες «κατοχής» στη χώρα. Το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο είναι το πρώτο που αξιοποιεί προς όφελός του την κρίση, βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Στην ίδια κατεύθυνση ενδιαφέρον έχει και η πολιτική πρόταση που έκανε η Χρυσή Αυγή μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012, ενόψει της αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Αρχηγός και ο υποψήφιος υπαρχηγός του Κασιδιάρης υποστήριξαν κυβέρνηση «προσωπικοτήτων» με επικεφαλής τον Βασίλειο Μαρκεζίνη, γιο του παλιού κεντροδεξιού πολιτικού Σπύρου Μαρκεζίνη, του δοτού «πρωθυπουργού» της χούντας. Ήταν αντιγραφή της πρότασης Καρατζαφέρη για τον Παπαδήμο, αλλά στο βάθος του μυαλού των μαθητευόμενων Ελλήνων ναζιστών διακρίνει κανείς και το μοντέλο Χίντεμπουργκ-Χίτλερ που οδήγησε τον δεύτερο –μέσω του πρώτου- στην εξουσία.
Η αμηχανία της δημοκρατίας
Σε όλη τη μακρόχρονη παρουσία της Χρυσής Αυγής ελάχιστες φορές έχει τεθεί σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο το ερώτημα της περιστολής της δράσης της. Ήταν τον 1995 και το 1998 από εκπροσώπους κομμάτων της Αριστεράς. Και μόνο μια φορά αυτά τα τριάντα χρόνια ο πολιτικός κόσμος, οι τοπικές κοινωνίες και μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης άσκησαν σοβαρή πίεση στη Χρυσή Αυγή. Ήταν το καλοκαίρι του 2005, όταν η είδηση ότι θα διοργανωθεί στην Ελλάδα το πανευρωπαϊκό Φεστιβάλ Μίσους (Hate Festival) προκάλεσε παλλαϊκή αντίδραση σε σημείο που η κυβέρνηση υπαινίχτηκε ότι θα το απαγορεύσει. Το Φεστιβάλ, τελικά, ακυρώθηκε, ενώ κάτω από την πίεση αυτή παραδόθηκε στις αρχές και ο επί επτά χρόνια καταζητούμενος υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής.
Το συμπέρασμα νομίζω ότι είναι αυτονόητο: μόνο η παλλαϊκή αντίθεση στη ναζιστική βία μπορεί να σταθεί φραγμός στα Τάγματα Εφόδου. Ο τελικός στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον οριστικό εξοβελισμό του ναζισμού, του φυλετικού ρατσισμού και της απάνθρωπης βίας από την πολιτική ζωή της χώρας. Βέβαια αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί με μια απλή «απαγόρευση». Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι όλες οι μορφές αποκλεισμού –έως και απαγόρευσης- που έχουν επιχειρηθεί σε άλλες χώρες για να περιορίσουν την εμβέλεια των βίαιων ρατσιστικών οργανώσεων δεν έχουν αποτέλεσμα παρά μόνο αν επιχειρούνται την κατάλληλη χρονική στιγμή. Ούτε πολύ νωρίς –γιατί τότε κινδυνεύουν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης σε ένα άγνωστο μόρφωμα και να του εξασφαλίσουν έτσι την αναγκαία πρόσβαση στην επικαιρότητα-, ούτε όμως πολύ αργά –γιατί τότε κινδυνεύουν να στραφούν εναντίον κάποιας μερίδας του πληθυσμού που έχει ήδη εκδηλωθεί εκλογικά υπέρ της οργάνωσης και είναι δύσκολο να απαρνηθούν την επιλογή τους.
Είναι γνωστό εξάλλου ότι στην Ελλάδα το Σύνταγμα δεν προβλέπει απαγόρευση κομμάτων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κανόνες δικαίου, οι οποίοι πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Οι περισσότεροι νομικοί επιστήμονες συγκλίνουν στην άποψη ότι θα ήταν αντισυνταγματική κάθε σκέψη για ευθεία απαγόρευση του κόμματος. Προσθέτω ότι ήδη έχει δώσει σχετική απάντηση ο Μιχαλολιάκος, εξηγώντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αρκετό να αλλάξουν το όνομά τους. Από ορισμένους έχει υποδειχτεί ως κατάλληλη λύση η εφαρμογή του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αναφέρεται στις εγκληματικές συμμορίες και έχει εφαρμοστεί κατά κόρον, αλλά όχι εις βάρος της ναζιστικής οργάνωσης.
Κάποιοι άλλοι διστάζουν ακόμα και να συζητήσουν κάποια παρόμοια αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, θεωρώντας ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποβεί μια τέτοια κίνηση σε όφελος της οργάνωσης, ενισχύοντας την αντισυστημική της αίγλη. Κάτι τέτοιο συνέβη με την πρωτοβουλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος ζήτησε τη συνεργασία όλων των κομμάτων για τη δημιουργία ενός θεσμικού και πολιτικού αναχώματος μπροστά στη Χρυσή Αυγή. Η πρωτοβουλία αυτή έπεσε στο κενό, καταρχήν επειδή η Νέα Δημοκρατία, το μεγαλύτερο κόμμα της τρικομματικής κυβέρνησης αδιαφόρησε. Από την άλλη πλευρά, ο πιο ευαίσθητος δέκτης του αντιφασιστικού μηνύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν διατεθειμένος να λησμονήσει ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή το ΠΑΣΟΚ μιλούσε για «δύο άκρα», εξομοιώνοντας τη βία των ναζιστών με τις διαμαρτυρίες ή το κίνημα πολιτικής ανυπακοής της Αριστεράς. Θυμίζω και την κωμικοτραγική εξέλιξη του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, με τις συνεχείς παλινωδίες της Νέας Δημοκρατίας.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τον τρόπο που θα επιλεγεί για την απομόνωση της Χρυσής Αυγής, το σημερινό ερώτημα είναι αν θα επιτρέψουμε τη νομιμοποίηση της καθημερινής βίας με τη δική μας ανοχή στη διατήρηση του εφαρμοσμένου ναζισμού στην απόλυτη νομιμότητα. Αν θα συναινέσουμε στη χρηματοδότηση αυτών των δραστηριοτήτων με την επιδότηση του κράτους. Και αν θα ανεχτούμε όσους δημόσια υποστηρίζουν για τους δικούς τους λόγους αυτή τη δράση, δηλαδή ορισμένα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και όχι λίγους πολιτικούς καιροσκόπους.
Το μόνο φως σ’ αυτόν τον σκοτεινό ορίζονται είναι ότι έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα κατά δεκάδες και εκατοντάδες αντιφασιστικές πρωτοβουλίες που αγκαλιάζουν κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Διοργανώνονται εκδηλώσεις σαν τη δική μας τη σημερινή με εξαιρετική επιτυχία. Στις γειτονιές των μεγάλων πόλεων, στα χωριά, στα σχολεία, στα συνδικάτα. Το πραγματικά αυθόρμητο αυτό κίνημα βάσης ενώνει και φέρνει σε συντονισμό ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις, από αντιεξουσιαστές και αναρχικούς έως αριστερούς, κομμουνιστές και οικολόγους, αλλά ακόμα και πολίτες της κεντροδεξιάς ή θρησκευόμενους που δεν θεωρούν τον ναζισμό τμήμα της «ελληνικής παράδοσης». Από απλούς πολίτες έως …μητροπολίτες. Μετά από πολλά χρόνια ξαναπαίρνει ζωή η «αντιφασιστική» πολιτική ταυτότητα. Και από ό,τι δείχνουν οι σπασμωδικές της αντιδράσεις, αυτό είναι το μόνο που φοβάται η Χρυσή Αυγή.
Μεταξουργείο, 13.6.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου